© ALI – SHER Photography
Λόγια με νόημα και λέξεις δυνατές, που γεννούν εικόνες και συναισθήματα, ακούστηκαν στην εκδήλωση που διοργανώθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης στα τέλη του 2022 στο πλαίσιο του κύκλου ανοιχτών συζητήσεων με τίτλο «Οι πρόσφυγες μιλούν σε πρόσφυγες».
Πρωταγωνιστές της εκδήλωσης που διοργάνωσε η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες σε συνεργασία με την Αναπτυξιακή Ηρακλείου στις 29 Νοεμβρίου 2022 ήταν τέσσερις πρόσφυγες, ο καθένας με τη δική του μοναδική διαδρομή προσαρμογής και ένταξης στη χώρα. Οι τέσσερίς τους άνοιξαν την καρδιά τους, και μοιράστηκαν τις ιστορίες τους, συγκινώντας και εμπνέοντας το κοινό που γέμισε τον χώρο του Πολύκεντρου του Δήμου Ηρακλείου, όπου φιλοξενήθηκε η εκδήλωση.
Naem: Στην Κρήτη βρήκα μια νέα πατρίδα
Ο Naem, Σύρος πρόσφυγας κουρδικής καταγωγής, ένιωθε πρόσφυγας στον τόπο που γεννήθηκε λόγω των περιορισμών που αντιμετώπιζε. Έτσι, σε ηλικία περίπου 16 ετών ξεκίνησε μόνος το γεμάτο αγωνία, πόνο και ανατροπές ταξίδι του προς την Ελλάδα.
Περνώντας από τη Σμύρνη προς τη Μυτιλήνη μια νύχτα του Μάρτη, στοιβαγμένος με περίπου 18 ακόμα άτομα σε μια φουσκωτή βάρκα που χωρούσε λιγοστά άτομα, χρειάστηκε τελικά να κολυμπήσει για ώρες στα παγωμένα νερά, να σκαρφαλώσει σε βράχους και να περιπλανηθεί με τους συνταξιδιώτες του στο δάσος.
Έχοντας επιβιώσει από το ταξίδι, από τη Μυτιλήνη ο Naem κατευθύνθηκε στην Αθήνα, μόνος του, χωρίς να ξέρει τη γλώσσα. «Στέγη δεν υπήρχε, παγκάκια και πλατείες τις πρώτες μέρες», θυμάται. Δεν το έβαλε κάτω όμως. Σιγά σιγά άρχισε να μαθαίνει ελληνικά, παρακολουθώντας παιδικά στην τηλεόραση -αφού στα παιδικά όπως λέει «μιλούν αργά και καθαρά». Η έκδοση της άδειας εργασίας του ήταν το πρώτο βήμα, σύμφωνα με τον ίδιο, για να φτιάξει τη ζωή του.
Το 2010 κι ενώ ζούσε περίπου δύο χρόνια στην Αθήνα, το κατάστημα που εργαζόταν έκλεισε, και κάπως έτσι βρέθηκε για δουλειά στην Κρήτη, την «πατρίδα» του, όπως τη λέει σήμερα.
Στην αρχή δούλεψε στην οικοδομή και σε εργασίες γεωτρήσεων νερού. Τα καλύτερα χρόνια στην Ελλάδα όμως θυμάται πως τα πέρασε λίγο αργότερα, όταν έπιασε δουλειά σε ένα Λούνα Παρκ. «Μια ατμόσφαιρα γεμάτη χαρά, ελπίδα, ζωή. Ήταν σαν να πήγα σε άλλο κόσμο», εξηγεί. «Εκεί απέκτησα πολλές δυνατές σχέσεις, φίλους που είναι στο πλευρό μου μέχρι σήμερα και ήταν στο πλευρό μου όποτε τους χρειάστηκα. Και εκεί γνώρισα την κοπέλα μου, με την οποία συζούμε τα τελευταία πέντε χρόνια».
Πέρασαν έτσι οκτώ χρόνια. Στη Συρία είχε ξεσπάσει εν τω μεταξύ πόλεμος και στο Ηράκλειο άρχισαν να φτάνουν νέοι πρόσφυγες. Η συνδρομή του τότε ήταν καταλυτική, προσφέροντας εθελοντικά διερμηνεία, όποτε χρειαζόταν, σε σχολεία, νοσοκομεία κ.λπ. Μέχρι που το 2018 ξεκίνησε να εργάζεται επαγγελματικά ως διερμηνέας στο πλαίσιο του προγράμματος στέγασης που υλοποιούσε η Αναπτυξιακή Ηρακλείου τότε, σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστεία.
Εκεί, όπως λέει ο Naem, γνώρισε ανθρώπους που δεν θα τους ξεχάσει ποτέ. «Οι συνάδελφοι με καλούσαν στο χωριό τους, στα σπίτια τους, σε τραπέζια. Είχα έναν εργασιακό χώρο τόσο ευχάριστο που εγώ τον θεωρούσα σαν οικογένεια. Με αυτή την αίσθηση, τη χαρά και την όρεξη πήγαινα στη δουλειά». Στο πλαίσιο της δουλειάς, όπως αναφέρει, υπήρξαν ορισμένες πολύ δυσάρεστες στιγμές. Υπήρξαν όμως και άλλες πολύ ευχάριστες, ειδικά βλέποντας τους ανθρώπους να ξαναχτίζουν τη ζωή τους.
Μπορεί το πρόγραμμα στο οποίο εργαζόταν μέχρι πρόσφατα να ολοκληρώθηκε, όμως τα όνειρα και οι στόχοι του δεν σταματούν. Πριν από ένα μήνα περίπου έδωσε εξετάσεις για να μπορέσει να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια, ενώ ανυπομονεί να ξεκινήσει τη δική του οικογένεια.
Tamara: Οι δοκιμασίες μάς μαθαίνουν το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής
Όταν αποφάσισε να πουλήσει τα λεξικά της ελληνικής γλώσσας που είχε φέρει στην Ουκρανία, στην οποία επέστρεψε μετά από πολλά χρόνια παραμονής στην Ελλάδα, η Tamara ούτε που θα μπορούσε να φανταστεί πως θα ερχόταν πάλι στη χώρα μας, αυτή τη φορά κυνηγημένη από τον πόλεμο.
Η Tamara ήρθε για πρώτη φορά από την Ουκρανία στην Ελλάδα το 1995 ως φοιτήτρια με υποτροφία στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και αργότερα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Την περίοδο εκείνη, θυμάται, ονειρευόταν να γυρίσει στην Ουκρανία και να δουλέψει στην ελληνική πρεσβεία, ένα όνειρο που πραγματοποιήθηκε. Στην ελληνική πρεσβεία στο Κίεβο εργάστηκε για 5,5 χρόνια, ενώ στη συνέχεια απασχολήθηκε σε μια ελληνική εταιρεία που δραστηριοποιούνταν στον κλάδο των κατασκευών. Αυτή ωστόσο ήταν και η τελευταία της επαφή με την ελληνική γλώσσα, αφού προχωρώντας στην καριέρα της, άλλαξε επάγγελμα.
Μέχρι που η ζωή της άλλαξε από τη μία μέρα στην άλλη. Ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία και η Tamara αναγκάστηκε να αφήσει το σπίτι της και να επιστρέψει στην Ελλάδα, κάτω από πολύ διαφορετικές συνθήκες αυτή τη φορά.
Μαζί με την οικογένειά της βρήκε φιλοξενία στο Ηράκλειο της Κρήτης και αρχικά δυσκολεύτηκε μέχρι να βρει δουλειά. Οι εικόνες πολέμου και οι ειδήσεις καταιγιστικές. Το μυαλό της, οι σκέψεις της, τα συναισθήματά της, βρίσκονταν πίσω. Ζούσε σε μια συνεχή αγωνία από την οποία δεν μπορούσε να ξεφύγει.
Η κατάσταση άλλαξε όταν ξεκίνησε να εργάζεται στο νησί για ένα πρόγραμμα ένταξης προσφύγων. Έχοντας βιώσει και η ίδια τα θετικά αποτελέσματα που είχε πάνω της η επιστροφή στην εργασία, η Tamara επισημαίνει τη σημασία της παροχής καθεστώτος Προσωρινής Προστασίας, που δίνει τη δυνατότητα στους πρόσφυγες από την Ουκρανία να εργαστούν.
«Κάθε μέρα επικοινωνώ με τους Ουκρανούς, ακούω τις ιστορίες τους, ξέρω τους προβληματισμούς τους. Ποτέ δεν έχω ακούσει μια κακή εντύπωση για τους Έλληνες εργοδότες, γιατί πραγματικά οι Κρητικοί […] και οι Έλληνες τούς φέρθηκαν τόσο ζεστά και τόσο όμορφα», τονίζει.
Mohammed: To πρώην ασυνόδευτο παιδί που έβαλε πλώρη για την κορυφή
«Οι ευκαιρίες βρίσκονται, αρκεί να ψάχνουμε», λέει γεμάτος αισιοδοξία για το μέλλον ο Mohammed, που άφησε τη χώρα του όταν ήταν ακόμα παιδί, καθώς η ζωή του κινδύνευε, και ήρθε στην Ελλάδα. Σήμερα, ενήλικας πια, εργάζεται, όπως λέει, σε «ένα από τα καλύτερα ιταλικά εστιατόρια της Ελλάδας», ενώ παράλληλα σπουδάζει μαγειρική τέχνη.
Ήταν 15 χρονών όταν ταξίδεψε μόνος του, χωρίς την οικογένειά του, από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στην Κρήτη. Το ταξίδι του ήταν δύσκολο και κράτησε τρεις ημέρες.
Από εκεί έφυγε για την Αθήνα, όπου για δύο εβδομάδες χρειάστηκε να μείνει στους δρόμους κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, πριν εντοπιστεί και παραπεμφθεί σε μια δομή για παιδιά. Αμέσως γράφτηκε σε μαθήματα ελληνικών και έκανε αίτηση για άσυλο. Ο δρόμος του σύντομα τον έφερε ξανά στην Κρήτη, αυτή τη φορά στο πλαίσιο ενός νέου τότε προγράμματος στέγασης ασυνόδευτων παιδιών που περνούν στην ενηλικίωση.
Εκεί ο Mohammed έκανε και πάλι ένα νέο ξεκίνημα. Γράφτηκε στο ελληνικό σχολείο και σε μαθήματα χορού, άρχισε να πηγαίνει γυμναστήριο και να κολυμπά στη θάλασσα.
Όταν το πρόγραμμα ολοκληρώθηκε και έπρεπε να εγκαταλείψει τη ζωή του στο νησί, βρέθηκαν πλάι του άνθρωποι καρδιάς, που τον βοήθησαν και του προσέφεραν φιλοξενία και στέγη.
Το σχολείο δεν το άφησε ποτέ, ακόμα και αν έπρεπε να πηγαίνει στο νυχτερινό προκειμένου να μπορεί παράλληλα να δουλεύει. Εργάστηκε σε καφετέριες, σε πιτσαρίες, κι όπως ο ίδιος λέει εκτός από την «αγκαλιά», γνώρισε και την «εκμετάλλευση», και αντιμετώπισε υποτιμητικές συμπεριφορές που τον έκαναν να νιώθει άσχημα.
Όμως δεν το έβαλε κάτω ούτε λεπτό. Ποτέ δεν σταμάτησε να προσπαθεί, ποτέ δεν σταμάτησε να ψάχνει, ποτέ δεν έμεινε στάσιμος.
«Βρήκα μια δουλειά που είναι στην Αθήνα, εργάζομαι πλέον σε ένα από τα καλύτερα εστιατόρια ιταλικής κουζίνας της Ελλάδας και είμαι γραμμένος σε ΙΕΚ μαγειρικής τέχνης. Οπότε, οι ευκαιρίες βρίσκονται αρκεί να ψάχνουμε», δηλώνει περήφανα ο Mohammed.
«Θέλω να εξελιχθώ στην ιταλική κουζίνα και να ταξιδέψω στην Ιταλία και σε όλη την Ευρώπη» αναφέρει για τα μελλοντικά του σχέδια.
«Να ανοίξω ένα δικό μου εστιατόριο, όπου να μην υπάρχει εκμετάλλευση. Να υπάρχει μόνο καλή κουζίνα, καλό φαΐ. Και τα παιδιά στην κουζίνα και στην εστίαση γενικά να περνάνε ωραία, χωρίς άγχος», επισημαίνει.
Simin: Μια ιστορία χρόνων από το Ιράν στην Ελλάδα
Η Simin μετανάστευσε στην Ελλάδα το 1974 με τον σύζυγό της και τις δυο κόρες τους, ηλικίας 8 και 10 χρονών τότε. Μόλις έφτασαν στην Αθήνα είχαν τη στήριξη Ιρανών φίλων τους που είχαν ήδη φτιάξει τη ζωή τους εδώ, δούλευαν και μιλούσαν ελληνικά. Σταδιακά κι εκείνοι ξεκίνησαν την προσπάθεια για κοινωνική ένταξη, και υπέβαλαν αίτηση για άδεια παραμονής στη χώρα, η οποία εγκρίθηκε μετά από κάποιο διάστημα.
Όσο περίμεναν για το νομικό τους καθεστώς δεν έμειναν άπραγοι, αλλά εστίασαν στην εκμάθηση της γλώσσας. Η Simin έγραψε τα παιδιά στο σχολείο και με τη βοήθεια μιας γειτόνισσας, που το απόγευμα τα φρόντιζε, εκείνη με τον σύζυγό της γράφτηκαν σε σχολείο αλλοδαπών ενηλίκων.
Θέλοντας να ζήσουν σε μια μικρή πόλη και έχοντας ακούσει πολλά για το νησί, αποφάσισαν με τη βοήθεια κάποιων φίλων τους, που έμεναν ήδη εκεί, να μετακομίσουν στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Έκαναν το πρώτο τους επαγγελματικό βήμα ανοίγοντας το πρώτο τους μαγαζί, το «Ιράν Μπουτίκ», που έφερνε χειροποίητα προϊόντα από την Περσία. Η μεγαλύτερη αγωνία τους, όπως χαρακτηριστικά θυμάται η Simin, ήταν αν θα έχουν δουλειά και πώς θα τους υποδεχτούν οι ντόπιοι.
«Ετοιμάζαμε το μαγαζί και σκεφτόμασταν αν θα έχουμε δουλειά, αν θα μας δεχτούν. Αλλά για μεγάλη μας έκπληξη, όταν ανοίξαμε το μαγαζί, άρχισαν να έρχονται οι γείτονες ο ένας μετά από τον άλλο», θυμάται η Simin.
«Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε την καλοσύνη. Ο κόσμος ερχόταν και ψώνιζε. Με τους γείτονες του μαγαζιού μας είχαμε τόσο στενή επαφή που μας καλούσαν στο σπίτι τους για να κάνουν ελληνικά φαγητά. Κι εμείς τους καλούσαμε στο σπίτι μας για να κάνουμε περσικά φαγητά. Είχαμε μια πολύ όμορφη ζωή μαζί τους», προσθέτει.
Όταν τα δεδομένα άλλαξαν και δεν μπορούσαν άλλο να εισάγουν εμπορεύματα από το Ιράν, η Simin και ο σύζυγός της άνοιξαν για κάποια χρόνια ένα ταχυφαγείο και κατόπιν μια επιχείρηση δημιουργίας και πώλησης κεραμικών. Αυτή ήταν και η τελευταία τους επιχείρηση μέχρι που ο σύζυγος της Simin έφυγε από τη ζωή κι εκείνη σταμάτησε να δουλεύει.
Ωστόσο, μια μέρα η Simin δέχθηκε απροσδόκητα μια επαγγελματική πρόταση για παροχή υπηρεσιών διερμηνείας και έτσι ξεκίνησε να εργάζεται σε πρόγραμμα της Αναπτυξιακής Ηρακλείου, σε συνεργασία τότε με την Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες του ΟΗΕ, ενώ σήμερα εργάζεται σε πρόγραμμα ένταξης.
Στη δουλειά της συνάντησε ένα «οικογενειακό περιβάλλον», όπως λέει, στο οποίο είναι πολύ ευχαριστημένη, ενώ για την ίδια είναι επίσης πολύ σημαντικό το γεγονός ότι κάνει μεταφράσεις για τους πρόσφυγες, που έχουν ταλαιπωρηθεί πάρα πολύ, εκτιμώντας πως πρέπει να κάνουμε ότι μπορούμε για να έχουν λιγότερα βάσανα εδώ.
Όσο για το μήνυμά της σε άλλους πρόσφυγες ή μετανάστες, η Simin, η οποία έχει πλέον την ελληνική ιθαγένεια, τούς καλεί να μην να μην απογοητεύονται, αλλά και να μάθουν στα παιδιά τους τη μητρική τους γλώσσα, «γιατί κάποτε, κάπου θα τους χρειαστεί».
Δείτε το βίντεο της εκδήλωσης παρακάτω. Πατήστε εδώ για το βίντεο στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα αραβικά, τα ουκρανικά και φαρσί.
Μοιράσου το στο Facebook Μοιράσου το στο Twitter