Salar, 13 ετών: «Με λένε Salar Noh και είμαι 13 χρονών. Όταν μεγαλώσω θέλω πολύ να γίνω μηχανικός. Δεν με ενδιαφέρει να χτίζω ουρανοξύστες και μεγάλα κτίρια. Ούτε γέφυρες και δρόμους. Θα ήθελα να χτίζω σπίτια. Αν μπορούσα, θα έχτιζα σπίτια για μεγάλες οικογένειες σαν την δική μου. Με έναν μικρό […]
Salar, 13 ετών: «Με λένε Salar Noh και είμαι 13 χρονών. Όταν μεγαλώσω θέλω πολύ να γίνω μηχανικός. Δεν με ενδιαφέρει να χτίζω ουρανοξύστες και μεγάλα κτίρια. Ούτε γέφυρες και δρόμους. Θα ήθελα να χτίζω σπίτια. Αν μπορούσα, θα έχτιζα σπίτια για μεγάλες οικογένειες σαν την δική μου. Με έναν μικρό κήπο στην είσοδο και ένα συντριβάνι. Γι αυτό θέλω να μάθω αγγλικά και γερμανικά. Θέλω να πάω στην Γερμανία.»
«Μου λείπει πολύ το σχολείο και οι φίλοι μου. Ο Refit και ο Sosdar που μεγαλώσαμε μαζί και έμειναν πίσω στο Ιράκ. Μου λείπει πολύ και το σπίτι μου. Ωστόσο έχω την οικογένειά μου μαζί».
Ο Salar Noh είναι Γιεζίντι από το Ιράκ. Ήρθε μαζί με την οικογένειά του τον περασμένο Φεβρουάριο στη Λέσβο. Το μεγάλο ταξίδι της οικογένειας Noh ξεκίνησε από την Μοσούλη. Τώρα μένουν στον προσφυγικό καταυλισμό της Ριτσώνας. Το σπίτι του, όπως και άλλων περίπου 700 προσφύγων, είναι σκηνές επάνω στο χώμα. Κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, μαζί με τα αδέλφια και τα ξαδέλφια του παρακολουθεί μαθήματα αγγλικών που παραδίδει σε εθελοντική βάση μια Βρετανίδα, η οποία μένει στην Χαλκίδα. Όπως εξηγεί ο 26χρονος αδελφός του Salam Noh, ο τελικός προορισμός της οικογένειας είναι η Γερμανία στην οποία βρίσκονται συγγενείς τους.
Ο μπαμπάς τους ήταν κατασκευαστής κατοικιών. Η ζωή τους στο Ιράκ μπορεί να μην ήταν πλούσια, ήταν όμως άνετη. Μέχρι που, όπως λέει ο Salar, «τον περασμένο Αύγουστο ήρθαν οι τζιχαντιστές και ξεκίνησαν οι διωγμοί των Γιεζίντι».
Ο Salar στο πατρικό του σπίτι μοιραζόταν το κρεβάτι με τον αδελφό του, κοιμόταν στο χολ και διάβαζε στην ταράτσα. Όμως αυτό δεν τον ενοχλούσε καθόλου. Ο μεγάλος του αδελφός ο Salam, ήταν φοιτητής στο πανεπιστήμιο της πόλης Ντουχόκ. Σπούδαζε αραβικά και ήθελε να γίνει δάσκαλος.
Στον καταυλισμό της Ριτσώνας υπάρχει μια μεγάλη σκηνή που έχει έναν μαυροπίνακα και κιμωλίες. Δεν υπάρχουν ούτε θρανία, ούτε καρέκλες, όμως αυτό δεν πτοεί τους μαθητές που πολλές φορές κάθονται σταυροπόδι στο χώμα. Αντίθετα. Είναι πολύ χαρούμενοι που μαθαίνουν αγγλικά κι επίσης έχουν κάτι δημιουργικό για να περνούν τις ατέλειωτες ώρες στον καταυλισμό.
Kείμενο: Μαρία Νταλιάνη
Μοιράσου το στο Facebook Μοιράσου το στο Twitter