Ο οκτάχρονος Ναουφάλ κάνει όμορφα γράμματα. Αν όμως δεν πάει σχολείο, είναι καταδικασμένος να ακολουθήσει τη μοίρα μιας χαμένης γενιάς. Είμαι τυχερή που κάνω μια δουλειά η οποία μου επιτρέπει να έχω λόγο. Μου δίνει την ευκαιρία να γράψω ένα τέτοιο άρθρο και να το μοιραστώ μαζί σας. Μου δίνει […]
Ο οκτάχρονος Ναουφάλ κάνει όμορφα γράμματα. Αν όμως δεν πάει σχολείο, είναι καταδικασμένος να ακολουθήσει τη μοίρα μιας χαμένης γενιάς.
Είμαι τυχερή που κάνω μια δουλειά η οποία μου επιτρέπει να έχω λόγο. Μου δίνει την ευκαιρία να γράψω ένα τέτοιο άρθρο και να το μοιραστώ μαζί σας. Μου δίνει την ευκαιρία να μιλήσω για εκείνους που διαφορετικά δεν θα μπορούσαν να ακουστούν.
Σήμερα, θα σας μιλήσω για τον Ναουφάλ.
Ο Ναουφάλ είναι ένα οκτάχρονο αγόρι. Δυο μήνες πριν διέφυγε από τη Ράκα της Συρίας μαζί με τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς του, αφήνοντας πίσω τον πατέρα του. Ζει σε έναν πρόχειρο καταυλισμό στην κοιλάδα Μπεκάα του Λιβάνου. Όπως και χιλιάδες άλλα παιδιά εδώ, ο Ναουφάλ δεν πάει σχολείο.
Αργά ένα απόγευμα, καθώς περπατώ σε έναν από τους 1417 πρόχειρους καταυλισμούς της χώρας, με τραβά από το μανίκι. Η ερώτησή του με εξέπληξε.
«Τι γράφει το βιβλίο σου;» με ρωτά.
Κουβαλάω πάντα μαζί μου αυτό το σημειωματάριο, κανείς όμως ποτέ δεν με έχει ρωτήσει για αυτό.
«Είναι το σημειωματάριό μου», του απαντώ, χαμογελώντας. «Σημειώνω διάφορα πράγματα εδώ. Θέλεις να το δεις;»
Απλώνει το χέρι για να αγγίξει τις λέξεις στη σελίδα, σχεδόν τις χαϊδεύει. «Δεν ξέρω να γράφω αγγλικά, ξέρω όμως να γράφω αραβικά», μου λέει χαμηλόφωνα καθώς κοιτάζει τις σημειώσεις μου.
«Θέλεις να μου γράψεις κάτι για να σε θυμάμαι κάθε φορά που θα το διαβάζω;» τον ρωτάω.
Το πρόσωπό του φωτίζεται. Είμαι περίεργη να δω τι θα γράψει, για να μάθω τι σκέψεις περνούν από το μυαλουδάκι του. Αλλά διστάζει. Ίσως δεν ξέρει τι θα έπρεπε να γράψει ή ίσως δεν έχει γράψει εδώ και πολύ καιρό και έχει νευρικότητα.
Του δίνω το σημειωματάριο και του λέω να γράψει ό,τι θέλει. Οτιδήποτε του έρχεται στο μυαλό.
Το μικρό του χεράκι ακουμπά αβέβαιο πάνω στο χαρτί, το πρόσωπό του όμως δείχνει αποφασισμένο. Σταματά, με κοιτάζει και χαμογελάει, λες και ζητά επιβεβαίωση για να συνεχίσει.
Τον ρωτάω τι του λείπει περισσότερο από την πατρίδα του. «Μου λείπει το σχολείο μου», μου απαντά. «Δεν είχα λείψει ούτε μία μέρα από το σχολείο μου στη Συρία. Περισσότερο μου λείπουν τα βιβλία μου. Μου λείπει το διάβασμα.»
Ο Ναουφάλ είναι ένα ευγενικό αγόρι. Ανάμεσα σε ένα θορυβώδες πλήθος παιδιών, αυτός στέκεται παράμερα, σιωπηλός παρατηρητής. Δεν λέει πολλά. Είμαι όμως σίγουρη: Αν τον είχατε συναντήσει εκείνη τη μέρα, αν είχατε βρει το κουράγιο να τον κοιτάξετε κατάματα, θα βάζατε τα κλάματα όπως έκανα κι εγώ όταν γύρισα σπίτι. Θα ήθελα να είχατε δει τα μάτια του για να αισθανθείτε τη συντριβή του. Όταν κοίταξα στα μάτια το Ναουφάλ, ένιωσα ντροπή. Και ένα αίσθημα αδικίας. Οι άνθρωποι δεν θα έπρεπε να έρχονται αντιμέτωποι με τέτοιες απώλειες.
Ο Ναουφάλ μπορεί να είναι ζωντανός, δεν ζει όμως. Απλώς υπάρχει.
Όπως και τα άλλα παιδιά του καταυλισμού, το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας περιφέρεται άσκοπα. Τα παιδιά παίζουν ανάμεσα στα σκουπίδια, στους υπονόμους και στις λάσπες. Δεν έχουν παιχνίδια, παιδικές χαρές, ούτε κάτι να κάνουν.
Η ζωή σε αυτούς τους διάσπαρτους άτυπους καταυλισμούς απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί αξιοπρεπής. Η Υ.Α. του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και άλλοι φορείς κάνουν ό,τι μπορούν για να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης, παρέχοντας καθαρό νερό, τουαλέτες και είδη πρώτης ανάγκης, όπως προστατευτικό εξοπλισμό για τις σκηνές, ιδιαίτερα το χειμώνα. Ωστόσο, επειδή δεν υπάρχει προγραμματισμός ούτε συντονισμός σε αυτούς τους καταυλισμούς, οι συνθήκες διαβίωσης είναι τουλάχιστον ανεπαρκείς. Η μυρωδιά της αποχέτευσης γεμίζει τον αέρα. Η ατμόσφαιρα είναι σχεδόν αποπνικτική. Σμήνη από μύγες πετούν πάνω από σωρούς σκουπιδιών και γεμίζει παντού λάσπες όταν βρέχει.
Παρά τις αντίξοες συνθήκες, ο Ναουφάλ και η οικογένειά του τώρα είναι ασφαλείς στο Λίβανο. Είναι μόνο μερικοί από τα 3,3 εκατομμύρια Σύρων προσφύγων που έχουν καταγραφεί από την Υ.Α. στην περιοχή. Αυτό όμως που με φοβίζει είναι ότι έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε αυτούς τους αριθμούς να αυξάνονται. Δεν μπορούμε να έχουμε ήσυχες τις συνειδήσεις μας επειδή αυτοί οι άνθρωποι εγκατέλειψαν τη Συρία και είναι σώοι και αβλαβείς. Οι άνθρωποι αυτοί είναι παγιδευμένοι στο κενό. Στην εξορία οι ευκαιρίες που έχουν είναι λιγοστές. Εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά δεν πάνε σχολείο. Αναρίθμητες οικογένειες έχουν χάσει κάθε περιουσιακό στοιχείο με αποτέλεσμα οι γονείς να μην μπορούν να ζήσουν τα παιδιά τους.
Ο Ναουφάλ και η οικογένειά του παλεύουν καθημερινά να επιβιώσουν. Δεν θα μπορούσε ο Ναουφάλ να είναι ένας από μας; Ο γιος μας ή ο μικρός αδελφός μας; Δεν ευθύνεται για τίποτα από όσα του συμβαίνουν. Θέλει να πάει σχολείο και να διαβάζει βιβλία. Δεν θέλει να ζει εδώ. Όπως όλοι, ο Ναουφάλ έχει όνειρα.
Δεν θα καταφέρω ποτέ να αποτυπώσω την αθωότητα αυτού του παιδιού, την αγνότητα στο χαμόγελό του και τη χαρά στο πρόσωπό του καθώς κρατά το στυλό μου και γράφει. Μόνο στο Λίβανο, πάνω από 200.000 παιδιά δεν πηγαίνουν σχολείο. Τέσσερα περίπου χρόνια αφότου ξέσπασε η κρίση στη Συρία και χωρίς ορατό τέλος στον ορίζοντα, φοβάμαι ότι αυτό το μικρό αγόρι δεν θα επιστρέψει ποτέ στην πατρίδα του. Φοβάμαι ότι θα ξεχάσει και να γράφει.
Σήμερα, κουβαλάω μαζί μου τα λόγια του Ναουφάλ για να μου θυμίζουν το λόγο που κάνω αυτή τη δουλειά, αλλά και πόσα ακόμη πρέπει να κάνουμε εμείς στον υπόλοιπο κόσμο
Με λένε Ναουφάλ.
Θέλω να πάω σχολείο.
Μου αρέσει πολύ το σχολείο.
Θέλω να γυρίσω πίσω στη Συρία.
Θέλω να δω την οικογένειά μου στη Συρία.
Μπαμπά, δεν θα σε ξεχάσω.
Τα λόγια του θα με στοιχειώνουν για πάντα. Η οδυνηρή ανάμνηση ενός παιδιού που του έκλεψαν τα παιδικά του χρόνια.
Μοιράσου το στο Facebook Μοιράσου το στο Twitter