Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Yasin Osman Ibrahim με τον τρίχρονο γιο του Abdulrahman ήταν να βλέπουν με τρόμο πάνω από 500 πρόσφυγες και μετανάστες να πνίγονται μπροστά στα μάτια τους πριν από δύο εβδομάδες, σε ένα από τα χειρότερα ναυάγια που έχουν συμβεί στη Μεσόγειο τα τελευταία […]
Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Yasin Osman Ibrahim με τον τρίχρονο γιο του Abdulrahman ήταν να βλέπουν με τρόμο πάνω από 500 πρόσφυγες και μετανάστες να πνίγονται μπροστά στα μάτια τους πριν από δύο εβδομάδες, σε ένα από τα χειρότερα ναυάγια που έχουν συμβεί στη Μεσόγειο τα τελευταία χρόνια.
Κρατώντας σφιχτά τον Abdulrahman στο στήθος του, ο Yasin στεκόταν στο κατάστρωμα ενός ξύλινου σκάφους ενώ η θάλασσα ‘κατάπινε’ εκατοντάδες ανθρώπους που βρίσκονταν σε ένα υπερφορτωμένο μεγαλύτερο σκάφος που βούλιαζε Σε εκείνο το σκάφος είχαν προσπαθήσει νωρίτερα να τους μεταφέρουν και αυτούς οι διακινητές.
Οι κραυγές ήταν εκκωφαντικές. Σχεδόν κανένας δεν ήξερε κολύμπι. Ο 24χρονος Yasin από τη Σομαλία, ο οποίος ζούσε σε έναν προσφυγικό καταυλισμό στην Υεμένη, αναζητούσε απεγνωσμένα τους πέντε συγγενείς του ανάμεσα στους ανθρώπους που πάλευαν να κρατηθούν στην επιφάνεια της θάλασσας.
«Πιστεύαμε κι εμείς ότι θα πεθάνουμε», είπε. «Πιστεύαμε ότι ήταν η σειρά μας».
Ο Yasin έχασε τέσσερις συγγενείς του εκείνη τη μέρα: τρία ξαδέρφια του, δύο γυναίκες και έναν άντρα, και την τριών μηνών ανιψιά του. Ένας άλλος ξάδερφος, ο 28χρονος Molid Osman Adam, κατάφερε να κολυμπήσει μέχρι τη βάρκα που βρισκόταν ο Yasin και μερικοί από τους επιβαίνοντες τον τράβηξαν πάνω στη βάρκα.
Μόνο 41 άνθρωποι επιβίωσαν: 23 από τη Σομαλία, 11 από την Αιθιοπία, 6 από την Αίγυπτο και 1 από το Σουδάν. Ο γιος του Yasin, ο Abdulrahman, ήταν το μόνο παιδί που επιβίωσε, και η ξαδέρφη του, Sowes Mohammed Dereye Mire, ήταν μία από τις τρεις γυναίκες που τα κατάφεραν.
Για τρεις ολόκληρες ημέρες έπλεαν στη θάλασσα χωρίς προορισμό με ελάχιστο φαγητό και νερό, και μόνο προσεύχονταν. Τελικά, στις 16 Απριλίου, ένα Φιλιππινέζικο φορτηγό πλοίο τους διέσωσε έξω από τις ακτές της Λιβύης και τους μετέφερε στο λιμάνι της Καλαμάτας. Τώρα μένουν σε ξενοδοχείο στην Αθήνα, όπου λαμβάνουν νομική ενημέρωση και ψυχολογική υποστήριξη από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (Υ.Α.) και τον τοπικό εταίρο της, τη ΜΚΟ Praksis.
Αρκετοί από τους επιζώντες εξιστόρησαν στην Υ.Α. τον αγώνα τους για επιβίωση μέσα στη θάλασσα.
Μέχρι πέρυσι, δεν υπήρχε ιδιαίτερα στο μυαλό του Yasin η σκέψη να ζήσει στην Ευρώπη. Είχε ήδη τραπεί σε φυγή από την πατρίδα του μια φορά.
Σπούδαζε τεχνολογίες πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο του Mogadishu το 2009, όταν ένοπλοι άνδρες σκότωσαν τον θείο του. Επειδή φοβόταν ότι θα τον σκότωναν κι εκείνον, διέφυγε μέσα σε μια βάρκα διακινητών από τον Κόλπο του Άντεν προς την Υεμένη. Για τα επόμενα χρόνια ζούσε σε προσφυγικό καταυλισμό στο Kharaz.
Αλλά και η Υεμένη βυθίστηκε σε εμφύλιο πόλεμο, αποτρέποντας τις οργανώσεις ανθρωπιστικής βοήθειας να παρέχουν τρόφιμα και υπηρεσίες στον καταυλισμό και ο Yasin δεν άντεχε να βλέπει την οικογένειά του να λιμοκτονεί. Πριν από δύο μήνες, αποχαιρέτησε τη γυναίκα του Fatima και την τρίχρονη κόρη του Maryam, και κατέπλευσε μαζί με τον γιο του Abdulrahman και άλλα 38 άτομα πίσω στον Κόλπο του Άντεν σε βάρκα διακινητών. Διέσχισαν το Σουδάν και τη Λιβύη με αμάξι και κατόπιν περίμεναν για τρεις εβδομάδες σε ένα σπίτι διακινητών κοντά στο Tobruk στην ανατολική Λιβύη μέχρι να μπορέσουν να διασχίσουν τη Μεσόγειο.
«Ήρθα εδώ για να σώσω το παιδί μου και το μέλλον του, αλλά και το μέλλον της γυναίκας μου και της κόρης μου», είπε ο Yasin. «Δε θέλω να με ρωτήσει ο γιος μου σε 20 χρόνια: ‘πατέρα γιατί με άφησες να μεγαλώσω ως πρόσφυγας; Γιατί δεν προσπάθησες ποτέ να με πάρεις από εδώ;’. Θέλω να είναι όπως όλα τα άλλα παιδιά, να μεγαλώσει σε ειρήνη. Κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να σώσω τη ζωή του.»
Πριν ξημερώσει, ο Yasin μαζί με τον Abdulrahman μπήκαν σε ένα ξύλινο σκάφος που ήταν ήδη υπερφορτωμένο με άλλους 200 ανθρώπους. Οι διακινητές χρέωσαν περίπου 1.800 δολάρια το άτομο για ένα ασφαλές ταξίδι στην Ιταλία.
Για μια ολόκληρη ημέρα, το μόνο που έβλεπαν ήταν μια θολή μπλε γραμμή όπου ο ουρανός συναντούσε τη θάλασσα. Όταν νύχτωσε, σταμάτησαν δίπλα σε ένα μεγαλύτερο σκάφος. Έτριζε από το βάρος περίπου 300 προσφύγων και μεταναστών. Οι διακινητές έδεσαν τα δύο σκάφη μεταξύ τους και ανάγκασαν όλους όσοι επέβαιναν στο μικρότερο να μεταφερθούν στο μεγαλύτερο σκάφος.
Οι επιβάτες άρχισαν να πανικοβάλλονται και να διαμαρτύρονται αλλά οι διακινητές επέμεναν. Ένας-ένας κρατιόταν από τα σχοινιά, γυναίκες και παιδιά πρώτα, και όλοι προσπαθούσαν να μη κοιτάνε κάτω στο νερό.
Ξαφνικά, το μεγαλύτερο σκάφος άρχισε να γέρνει.
«Ο καπετάνιος σε εκείνο το σκάφος φώναξε «Ισορροπείστε! Ισορροπείστε! Βουλιάζουμε! Ισορροπείστε! Ισορροπείστε!» είπε ο Muhidin Hussein Muhumed, ένας από τους επιζώντες του ναυαγίου από τη Hargeisa της Σομαλίας, που ταξίδευε μαζί με τα 6 αδέρφια του.
Μέσα σε τρία δευτερόλεπτα, είπε, το σκάφος αναποδογύρισε, βυθίζοντας τους επιβάτες του μέσα στη θάλασσα. Ο Muhidin ήταν ακόμα στο μικρότερο σκάφος και περίμενε για να μεταφερθεί στο άλλο.
Ο καπετάνιος φώναζε ότι το σκάφος βυθιζόταν και όλοι θα σκοτώνονταν, είπε ο Muhidin. Και τα αδέρφια μου φώναζαν «Βοήθεια!», αλλά δε μπορούσα να κάνω τίποτα.
«Γιατί επέζησα εγώ;» πρόσθεσε. «Γιατί ζω ακόμα; Τι ζωή είναι αυτή;»
Ο καπετάνιος του μικρότερου σκάφους έβαλε μπρος τη μηχανή και απομακρύνθηκε ενώ οι 41 επιβάτες προσπαθούσαν να σώσουν τους ανθρώπους που βρίσκονταν μέσα στη θάλασσα. Μετά από ώρες, ο καπετάνιος κάλεσε για βοήθεια αλλά όταν έφτασε ένα άλλο σκάφος μπήκε μέσα και άφησε τους 41 επιζώντες να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους.
Για τις επόμενες τρεις μέρες που έπλεαν στη θάλασσα, ο Muhidin σκεφτόταν τη γυναίκα του και τα πέντε παιδιά του που είχε αφήσει πίσω στην πατρίδα, όλα μικρότερα από 10 ετών, καθώς και τα δεκάδες ανίψια του που είχαν μείνει πλέον χωρίς πατέρα μετά τους θανάτους των αδερφών του.
Είπε ότι έφυγαν από τη Σομαλία όλοι μαζί, γιατί τα παιδιά τους δεν είχαν γνωρίσει άλλη ζωή χωρίς πόλεμο. Ήλπιζαν να φτιάξουν μια νέα ζωή στην Ευρώπη και κατόπιν να φέρουν τις οικογένειές τους.
Ο Muhidin είπε ότι ο ίδιος μαζί με άλλους επιζώντες στέκονταν στο κατάστρωμα και κουνούσαν τις μπλούζες τους πάνω από τα κεφάλια τους για να τραβήξουν την προσοχή άλλων διερχόμενων πλοίων, αλλά κανένα δε σταματούσε.
Ένας άλλος επιζών, ο 25χρονος Muaz Mahmud από την Αιθιοπία, θυμήθηκε ότι ο καπετάνιος είχε πετάξει ένα δορυφορικό τηλέφωνο μέσα στη βάρκα τους πριν τους εγκαταλείψει. Στην οθόνη είχε γραμμένο έναν αριθμό τηλεφώνου του Ιταλικού Λιμενικού Σώματος, είπε.
Κάλεσαν τον αριθμό και το Λιμενικό τους εξήγησε πώς να βρουν τις γεωγραφικές συντεταγμένες του σκάφους. Μετά από ώρες, διασώθηκαν.
Αν και ανακουφίστηκαν που ήταν σώοι και αβλαβείς, ήταν ακόμα συγκλονισμένοι από τον μεγάλο αριθμό των ανθρώπων που είδαν να χάνονται στη θάλασσα.
«Η γυναίκα μου και το μωρό μου, πέθαναν», λέει ο Muaz, που τώρα βρίσκεται μόνος του στην Ελλάδα. «Δε μπορούσα να κάνω τίποτα. Δε μπορούσα να τους σώσω γιατί ήμασταν στη μέση του ωκεανού.»
Ο Muaz είπε ότι η οικογένειά του, μέλη της εθνοτικής ομάδας Oromo της Αιθιοπίας αναζητούσαν ασφάλεια στην Ευρώπη μετά τη φυλάκισή του και τις απειλές που δέχθηκε από αξιωματούχους της κυβέρνησης.
«Εάν επιστρέψω πίσω στη χώρα μου, θα με σκοτώσουν», είπε.
Μοιράσου το στο Facebook Μοιράσου το στο Twitter