Από την Mireille Girard, Αντιπρόσωπο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες
Έχoυν περάσει πάνω από 2.400 χρόνια από τότε που η διάσημη τραγωδία του Ευριπίδη «Τρωάδες» παρουσιάστηκε στο κοινό, εξιστορώντας τη φρίκη του πολέμου και όσα υπέφεραν οι γυναίκες που επέζησαν από την πτώση της Τροίας.
Ο πόλεμος, οι δολοφονίες από παραστρατιωτικούς, η βία που ασκείται από μη κρατικές ομάδες, οι διώξεις από κυβερνήσεις, οι επιθέσεις με βάση το φύλο ή τη θρησκεία, αποτελούν ιστορικές μάστιγες σε σχέση με τις οποίες υπάρχουν πλέον νομικές προβλέψεις για την προστασία όσων ανθρώπων αναγκάζονται να ξεριζωθούν εξαιτίας τους.
Η προστασία αυτή διατυπώθηκε στη Σύμβαση για τους Πρόσφυγες του 1951, η οποία κλείνει σήμερα, 28 Ιουλίου 2021, 70 χρόνια ζωής. Αρχικά προβλέφθηκε για τους Ευρωπαίους που διώχθηκαν στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά στη συνέχεια επεκτάθηκε προκειμένου να προσφέρει σε όλους τους ανθρώπους παγκοσμίως νομικά δικαιώματα στην ασφάλεια. Αυτή η εμβληματική συμφωνία ήταν μία από τις πρώτες συμβάσεις που υιοθετήθηκαν μετά τον πόλεμο και την ίδρυση των Ηνωμένων Εθνών. Αποτελούσε μέρος του αναδυόμενου νομικού πλαισίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα, με σκοπό να θεσμοθετήσει ένα ελάχιστο επίπεδο δικαιωμάτων για τους ανθρώπους που διαφεύγουν από τις διώξεις.
Η Σύμβαση του 1951 προστατεύει τα δικαιώματα των ανθρώπων που έχουν αναγκαστεί να αφήσουν τη χώρα τους, ή που δεν μπορούν να γυρίσουν σε αυτή, εξαιτίας των διώξεων. Παραμένει σήμερα τόσο επίκαιρη όσο ήταν όταν πρωτο-παρουσιάστηκε στη διεθνή κοινότητα και προβλέπει ένα πλαίσιο κοινών αξιών για τα κράτη προκειμένου να διαχειρίζονται καλύτερα το θέμα της παροχής ασύλου και να συνεργάζονται μεταξύ τους.
Σύμφωνα με τη Σύμβαση ως «πρόσφυγας» ορίζεται κάθε άτομο που «λόγω βάσιμου φόβου δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής του σε ορισμένη κοινωνική ομάδα ή λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων βρίσκεται εκτός της χώρας καταγωγής του και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής».
Μέσα σε αυτά τα 70 χρόνια, κράτη σε όλο τον κόσμο έχουν βιώσει καταστάσεις μαζικών μετακινήσεων ανθρώπων που διαφεύγουν από συρράξεις, από αυταρχικά καθεστώτα και άλλες μορφές διώξεων, βίας και παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σήμερα, το 86 τοις εκατό των προσφύγων του κόσμου φιλοξενείται σε αναπτυσσόμενες χώρες.
Παρόλο που οι μεγαλύτεροι προσφυγικοί πληθυσμοί βρίσκονται μακριά από τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρώπη έζησε μεγάλες προσφυγικές ροές το 2015-16, οι οποίες, αν και δεν υφίστανται σε γενικές γραμμές πια, οδήγησαν σε τεράστια κύματα αλληλεγγύης από τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς κατά μήκος της διαδρομής τους. Η Ελλάδα ήταν μια από τις χώρες της πρώτης γραμμής που υποδέχτηκαν αρχικά τους πιο μεγάλους αριθμούς προσφύγων. Η φιλοξενία μπορεί να δοκιμάζεται με το πέρασμα του χρόνου, αλλά θα ήταν άδικο να θεωρήσουμε ότι έχουν εκλείψει οι αξίες που αναδείχθηκαν από τους Ευρωπαίους τότε. Βρίσκονται ουσιαστικά στην καρδιά όσων θεμελίωσαν την Ευρώπη και αυτών στα οποία προσβλέπει, όπως τόνισε φέτος τον Ιούνιο και η Ευρωπαία Επίτροπος Ylva Johansson στο μήνυμά της για την Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων. Στην πραγματικότητα, τα περισσότερα από τα αρχικά συμβαλλόμενα κράτη στη Σύμβαση του 1951 πριν από 70 χρόνια ήταν κράτη της Ευρώπης. Η απήχηση της Σύμβασης έχει πια απλωθεί σε όλο τον κόσμο, παραμένοντας μια από τις συμφωνίες με την ευρύτερη επικύρωση παγκοσμίως.
Σήμερα πιο πολύ από ποτέ, ο αναγκαστικός εκτοπισμός των ανθρώπων λόγω πολέμων και διώξεων παραμένει μια πραγματικότητα για όλες τις χώρες. Ο ρόλος της Ύπατης Αρμοστείας είναι να βοηθάει τα κράτη να αντιμετωπίζουν αυτές τις προκλήσεις και να διασφαλίζουν ότι οι άνθρωποι σε ανάγκη θα λάβουν την προστασία που αξίζουν και που δικαιούνται.
Το κυρίαρχο δικαίωμα των κρατών να ελέγχουν τα σύνορά τους είναι πλήρως συμβατό με τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προσφυγικής προστασίας, συμπεριλαμβανομένης της Σύμβασης για τους Πρόσφυγες του 1951, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι άνθρωποι που έχουν ανάγκη από προστασία έχουν τη δυνατότητα να αναζητούν και να τους παρέχεται άσυλο, ακόμα και όταν χρειάζεται να διασχίσουν σύνορα χωρίς τα απαραίτητα έγγραφα. Όπως και το να εντοπίζονται και να προστατεύονται από την επαναπροώθηση (refoulement). Πρόκειται για κάποιες από τις βασικές αρχές της Σύμβασης για τους Πρόσφυγες, η οποία εξακολουθεί να εφαρμόζεται ακόμα και στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας υγειονομικής ή άλλης κρίσης.
Η Σύμβαση είναι ουσιαστικά η σύγχρονη ενσάρκωση του πανάρχαιου θεσμού του ασύλου. Διέπεται από θεμελιώδεις ανθρωπιστικές αξίες και επιβεβαιώθηκε εκ νέου από τα κράτη μέλη της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών το 2018 μέσα από το Παγκόσμιο Σύμφωνο για τους Πρόσφυγες. Ο θεσμός του ασύλου έχει σώσει εκατομμύρια ζωές και θα συνεχίσει να κάνει το ίδιο όσο η βαναυσότητα του πολέμου και της απώλειας, όπως την αφηγήθηκε ο Ευριπίδης, εξακολουθούν να αποτελούν μια θλιβερή πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου. Έχει να κάνει με την υπόστασή μας ως ανθρώπινα όντα, με όσα πιστεύουμε και όσα υπερασπιζόμαστε.
*Άρθρο γνώμης που δημοσιεύτηκε προσαρμοσμένο, στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, στις 28 Ιουλίου 2021, με αφορμή την 70η επέτειο της Σύμβασης του 1951 για τους Πρόσφυγες.
Μοιράσου το στο Facebook Μοιράσου το στο Twitter