Ο Αντιπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα, Philippe Leclerc, κάνει τον απολογισμό των πέντε τελευταίων ετών εν όψει του τέλους της θητείας του.
Ο Philippe Leclerc συζητά με ασυνόδευτα παιδιά στο Ηράκλειο της Κρήτης. Μάιος 2018. © UNHCR/Socrates Baltagiannis
Συνέντευξη στην Τάνια Μποζανίνου – 13 Δεκεμβρίου 2020
«Χρειάζεται προσπάθεια απ’ όλα τα υπουργεία και τους φορείς ώστε να επιτευχθεί η κοινωνική ένταξη των προσφύγων» λέει ο Philippe Leclerc. Ο Philippe Leclerc ήρθε στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 2015, για να αναλάβει Aντιπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, όταν τα σύνορα προς την Ευρώπη ήταν ακόμη ανοιχτά για τους αιτούντες άσυλο που διέρχονταν κατά δεκάδες χιλιάδες από τη χώρα. Σήμερα, Κυριακή, η θητεία του τελειώνει. Μιλώντας στο «Βήμα» κάνει έναν απολογισμό των πέντε αυτών χρόνων.
Τι ξεχωρίζετε από αυτή την πενταετία;
«Αυτό που με άγγιξε περισσότερο ήταν το πώς υποδέχονταν τους πρόσφυγες οι Έλληνες, τόσο στα νησιά όσο και αλλού. Απλοί άνθρωποι έδειχναν αλληλεγγύη σε προσωπικό επίπεδο. Παρά τα όσα έχουν συμβεί, αυτή θα παραμείνει η δυνατότερη εικόνα για μένα. Άνθρωποι στις αθηναϊκές πλατείες πρόσφεραν το μπάνιο τους για να πλυθούν οι πρόσφυγες. Η κατάσταση δεν είναι πια η ίδια».
Πώς ήταν η συνεργασία με τους διαδοχικούς υπουργούς Μετανάστευσης;
«Ως τον Μάρτιο του 2016 οι περισσότεροι αιτούντες άσυλο περνούσαν τράνζιτ από την Ελλάδα. Οι δυσκολίες άρχισαν μετά, όταν η χώρα βρέθηκε στη θέση να υποδέχεται και να διεκπεραιώνει τις αιτήσεις αριθμού πολύ μεγαλύτερου από τις 1.000 θέσεις υποδοχής που διέθετε. Από τότε βοηθάμε το ελληνικό κράτος να εγκαθιδρύσει διαδικασίες ασύλου, να αποκτήσει θέσεις υποδοχής και να εξασφαλίσει την κοινωνική ένταξη των αναγνωρισμένων προσφύγων. Απομένουν πολλά ακόμα να γίνουν. Οι κάτοικοι των νησιών είναι απογοητευμένοι από την αδυναμία και των δύο κυβερνήσεων να μειώσουν τον υπερπληθυσμό στα κέντρα υποδοχής. Αυτό τελικά συνέβη λόγω της COVID και της μείωσης των ροών».
Είχε εκφραστεί δυσαρέσκεια για το ότι τα πρώτα χρόνια χρήματα από την ΕΕ δίνονταν απευθείας σε οργανισμούς όπως η ΥΑ, παρακάμπτοντας τις ελληνικές αρχές.
«Στόχος μας ήταν πάντα να παραδώσουμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα την πλήρη ευθύνη στις ελληνικές αρχές. Αλλά για να συμβεί αυτό, έπρεπε να οικοδομηθούν οι υπηρεσίες που θα χειρίζονταν τις χιλιάδες θέσεις που δημιουργήθηκαν για αιτούντες άσυλο και τα υπόλοιπα προγράμματα. Εκείνη την εποχή το υπουργείο Μετανάστευσης δεν διέθετε το προσωπικό για να τα αναλάβει».
Είστε ικανοποιημένος από την υποδοχή, τη διαχείριση και την ένταξη των προσφύγων σήμερα;
«Δεδομένης της κατάστασης, έχουν επιτευχθεί πολλά σε σχέση με το τι υπήρχε το 2014-15. Η Υπηρεσία Ασύλου έχει ενισχυθεί με εκπαιδευμένο προσωπικό. Η εξέταση των αιτήσεων σε πρώτο βαθμό έχει επισπευστεί, σε δεύτερο όχι τόσο. Γενικά, σήμερα υπάρχει ένα στέρεο και αξιοπρεπές σύστημα, και 27.500 θέσεις σε διαμερίσματα. Επιπλέον, υπάρχουν περίπου 25.000 θέσεις σε δομές στην ηπειρωτική χώρα. Είμαι πολύ λιγότερο ικανοποιημένος από την πρόοδο που έχει σημειωθεί, αν έχει, σχετικά με την ένταξη. Αυτή είναι η πραγματική πρόκληση. Χρειάζεται προσπάθεια απ’ όλα τα υπουργεία και τους φορείς ώστε να επιτευχθεί η κοινωνική ένταξη των προσφύγων».
Ποιο είναι το κυριότερο πρόβλημα;
«Η νομοθεσία υπάρχει. Η γραφειοκρατία είναι το πρόβλημα γιατί συχνά είναι περίπλοκη – ακόμα και οι Έλληνες χρειάζονται λογιστή για να χειριστούν το φορολογικό σύστημα. Για τους αιτούντες άσυλο και τους πρόσφυγες, η ίδια κατάσταση ισχύει σχεδόν σε κάθε σκαλοπάτι της διαδικασίας για να αποκτήσουν πρόσβαση στα δικαιώματα τους. Η διοίκηση, όπως το Ταμείο Ανεργίας, δεν έχει σαφείς και απλές οδηγίες για το πώς να τους αντιμετωπίσουν».
Υπάρχει υπερπληθυσμός στις δομές της ενδοχώρας;
«Σε μερικές. Ο κυριότερος λόγος είναι ότι συνεχίζονται οι μεταφορές από τα νησιά, το οποία είναι καλό. Αλλά δεν θέλουμε να μεταφέρεται κάποιος από μια υπερπλήρη δομή σε άλλη υπερπλήρη δομή. Ο υπερπληθυσμός οφείλεται και στην αποτυχία, μέχρι στιγμής, της ένταξης. Στις δομές φιλοξενούνται σήμερα περισσότερα από 10.000 άτομα που δεν θα έπρεπε να βρίσκονται εκεί. Όπως και στα διαμερίσματα φιλοξενούνται πρόσφυγες που θα έπρεπε να είχαν ανεξαρτητοποιηθεί. Υπάρχουν επίσης πολλοί μέσα ή γύρω από τις δομές που περιμένουν να καταγράφουν».
Έχετε μετανιώσει για κάτι;
«Συχνά δεν υπήρχε χρόνος για σκέψη, έπρεπε να αντιδράσουμε πολύ γρήγορα. Μετανιώνω που δεν φροντίσαμε από την αρχή να αναπτύξουμε την ένταξη των προσφύγων, να τους φέρουμε σε επαφή με προγράμματα που θα τους επέτρεπαν να σταθούν μόνοι τους στα πόδια τους. Έπρεπε να το είχαμε κάνει νωρίτερα».
Επαναπροωθήσεις γίνονται;
«Βεβαίως. Μας ανησυχεί πολύ αυτό. Γίνονται εδώ και πολλά χρόνια, αρχικά στον Έβρο. Έχουμε συλλέξει μαρτυρίες ανθρώπων που λένε ότι επαναπροωθήθηκαν. Οπότε τις κρίνουμε σοβαρές, τις θέτουμε στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη ή, αν πραγματοποιήθηκαν στη θάλασσα, στο υπουργείο Ναυτιλίας, προκειμένου να τις διερευνήσουν. Μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση αρνείται ότι λαμβάνουν χώρα επαναπροωθήσεις».
Το υπουργείο Μετανάστευσης κατηγορεί ΜΚΟ ότι διευκολύνουν τους διακινητές. Τι νομίζετε;
«Ο κ. Μηταράκης είπε μιλώντας στους ξένους ανταποκριτές ότι η ΥΑ γνωρίζει για αυτές τις αφίξεις. Καθήκον μας είναι να βεβαιωνόμαστε ότι όλοι όσοι αιτούνται προστασίας έχουν πρόσβαση σε αυτήν. Αν υπάρχουν περιπτώσεις επαναπροωθήσεων, θα εγείρουμε ζήτημα στην κυβέρνηση αλλά και στην ΕΕ. Τα πέντε αυτά χρόνια είδα την πολύ σημαντική δουλειά που κάνουν οι ΜΚΟ που, μαζί με τις οργανώσεις πολιτών, συχνά καλούνται να καλύψουν τα κενά στις υπηρεσίες προς πρόσφυγες. Είναι σημαντικό να αναγνωρίζεται η δουλειά τους και να επιδιώκονται συνεργασίες ανάμεσα σε όλους τους παίκτες – εθνικές και τοπικές αρχές, διεθνείς οργανισμούς, ΜΚΟ».
Συμφωνείτε ότι οι Σύροι μπορούν να επιστρέφονται στην Τουρκία επειδή δεν κινδυνεύουν εκεί;
«Οι αιτήσεις ασύλου από Σύρους μπορούν να κηρυχθούν απαράδεκτες και οι αιτούντες να επιστραφούν στην Τουρκία ως ασφαλή τρίτη χώρα. Η Τουρκία φιλοξενεί 3,6 εκατ. πρόσφυγες από τη Συρία και διαθέτει σύστημα προστασίας τους. Όσο η Υπηρεσία Ασύλου συνεχίζει να εξετάζει χωριστά κάθε αίτηση Σύρου προτού κρίνει αν ο αιτών μπορεί να επιστραφεί στην Τουρκία, συμφωνούμε με αυτή την πολιτική. Αυτό που ζητάμε από τις ελληνικές αρχές είναι εκείνοι των οποίων η αίτηση έχει κριθεί απαράδεκτη και περιμένουν να επιστραφούν στην Τουρκία, αν η επιστροφή δεν είναι δυνατή όπως συμβαίνει από τον Μάρτιο, όταν έπαψε να εφαρμόζεται η κοινή δήλωση EE-Τουρκίας, να μην παραμένουν σε κράτηση αλλά να βρεθεί άλλη λύση έως ότου καταστεί δυνατή η επιστροφή τους».
* Η παραπάνω συνέντευξη φιλοξενήθηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ στις 13 Δεκεμβρίου 2020.
Μοιράσου το στο Facebook Μοιράσου το στο Twitter