του Filippo Grandi
Στις 14 Δεκεμβρίου, το Γραφείο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες γίνεται 70 ετών. Για έναν οργανισμό που θα έπρεπε να είχε σταματήσει να λειτουργεί τρία χρόνια μετά την ίδρυσή του, είναι μια επέτειος αμήχανη, την οποία δεν έχουμε διάθεση να γιορτάσουμε.
Καθώς ξεκινούσε η ανοικοδόμηση ενός κόσμου που είχε καταστραφεί από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ύπατη Αρμοστεία ανέλαβε το καθήκον να βρει ένα σπίτι στους πρόσφυγες της Ευρώπης. Ιδρύθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1950, με εντολή χρονικά και γεωγραφικά περιορισμένη και ξεκάθαρα μη πολιτική, λες και η ύπαρξή της ξυπνούσε αναμνήσεις που θα ήταν καλύτερα να μείνουν θαμμένες μαζί με τα συντρίμμια.
Όμως η μεταβαλλόμενη διεθνής τάξη προκάλεσε νέες συγκρούσεις και συνεπώς περισσότερους πρόσφυγες – 200.000 Ούγγροι διέφυγαν στην Αυστρία μετά την καταστολή της εξέγερσης του 1956 από τις Σοβιετικές δυνάμεις. Την επόμενη χρονιά, η Τυνησία απηύθυνε έκκληση στην Ύπατη Αρμοστεία για βοήθεια καθώς ο πόλεμος της ανεξαρτησίας στη γειτονική Αλγερία οδήγησε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους στα σύνορα αναζητώντας ασφάλεια.
Και η αποστολή της Ύπατης Αρμοστείας συνέχισε να επεκτείνεται. Η μετα-αποικιακή εποχή συνοδεύτηκε από αγώνες για απελευθέρωση κι έπειτα αγώνες για την εξουσία, με εκατομμύρια αμάχους να βρίσκονται στη δίνη των αναταραχών. Χρόνο με το χρόνο, από ήπειρο σε ήπειρο, η Ύπατη Αρμοστεία παρείχε βοήθεια στους αυξανόμενους αριθμούς ανθρώπων που αναγκάζονταν να τραπούν σε φυγή, από την Κεντρική Αμερική ως την Υποσαχάρια Αφρική, μέχρι το Βιετνάμ και την Καμπότζη.
Πέρυσι συμπληρώθηκαν τέσσερις δεκαετίες εκτοπισμού από το Αφγανιστάν. Του χρόνου θα κλείσει μια δεκαετία από τότε που ξέσπασε ο πόλεμος στη Συρία, ο οποίος μαίνεται ακόμα. Και ούτω καθεξής – μια σειρά από ανεπιθύμητες επετείους, νέες συρράξεις που αναδύονται ή ξεσπούν ξανά, ακόμα και όταν οι επιπτώσεις παλιότερων συρράξεων δεν έχουν ακόμα ξεθωριάσει. Τα τελευταία εβδομήντα χρόνια, ένας κόσμος που έδωσε όρκο ότι θα ζει πλέον ειρηνικά έχει αποδειχτεί πολύ καλός στο να ξεκινάει διαμάχες αλλά όχι τόσο ικανός στο να τις επιλύει.
Συνεπώς, η Ύπατη Αρμοστεία καλείται συχνά να κάνει ό,τι μπορεί για να παρέχει προστασία σε ευάλωτους ανθρώπους που ξεριζώνονται από τα σπίτια τους. Αυτό πολύ συχνά εμπεριέχει και συμβιβασμούς. Δεν είμαστε συνήθως «στις αίθουσες» όταν αποφασίζονται οι τύχες κρατών και λαών. Αλλά είμαστε ασφαλώς στο πεδίο και παρέχουμε βοήθεια στους ανθρώπους που αναγκάζονται να τραπούν σε φυγή όταν οι διαμάχες αυτές παραμένουν ανεπίλυτες. Η μη πολιτική φύση του οργανισμού μας περιλαμβάνεται στο καταστατικό μας, παρ’ όλα αυτά επειδή είμαστε συχνά παρόντες σε πολλές κρίσεις και ανταποκρινόμαστε σε πολλές καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, το έργο μας συχνά περιλαμβάνει περίπλοκη διπλωματία, σκληρές αποφάσεις και εξαιρετικά δύσκολες επιλογές, καθώς προσπαθούμε να φτάσουμε σε ακόμα μεγαλύτερους αριθμούς ευάλωτων ανθρώπων, έχοντας στη διάθεσή μας πόρους που πολύ απλά δεν συμβαδίζουν με τις ανάγκες.
Παλιοί και νέοι συνάδελφοι στην Ύπατη Αρμοστεία νιώθουν πολύ περήφανοι για ό,τι αλλαγές έχουν επιτύχει, για τις ζωές που έχουν προστατεύσει, αλλάξει και σώσει. Νιώθουν περηφάνεια όταν ανταποκρίνονται σε νέες προκλήσεις, όπως στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ή πιο πρόσφατα στην πανδημία του κορωνοϊού – παράγοντες που μεγιστοποιούν τα ήδη σημαντικά προβλήματα που θέτει ο εκτοπισμός.
Παράλληλα, εύχονται να μη χρειαζόταν να κάνουν κάτι τέτοιο. Εάν οι αντιμαχόμενες πλευρές συμφωνούσαν σε εκεχειρίες, εάν οι εκτοπισμένοι άνθρωποι μπορούσαν να γυρίσουν με ασφάλεια στα σπίτια τους, εάν οι κυβερνήσεις μοιράζονταν την ευθύνη της επανεγκατάστασης, εάν τα κράτη τηρούσαν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο όσον αφορά το άσυλο και την αρχή της μη επαναπροώθησης – να μη στέλνουν πίσω όσους φεύγουν κυνηγημένοι γιατί η ζωή τους απειλείται – τότε εμείς στην Ύπατη Αρμοστεία θα είχαμε πολύ λιγότερα πράγματα να ανησυχούμε.
Και ναι, έχουμε απευθύνει επανειλημμένα εκκλήσεις για όλα τα παραπάνω.
Το 1994 ήμουν μέρος της ομάδας έκτακτης ανταπόκρισης της Ύπατης Αρμοστείας στο τότε Ζαΐρ, που τώρα είναι η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Μέσα σε τέσσερις ημέρες, ένα εκατομμύριο άνθρωποι διέσχισαν τα σύνορα από τη Ρουάντα για να ξεφύγουν από τις σφαγές, για να πέσουν τελικά πάνω στην έξαρση της χολέρας που σκότωσε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους. Συνάδελφοί μου που είχαν υποσχεθεί να παρέχουν προστασία στους ανθρώπους που είχαν ανάγκη, κατέληγαν αντ’ αυτού να σκάβουν τάφους. Μπορείς να σκέφτεσαι τις ζωές που έχεις σώσει, τις στιγμές που η απελπισία ενός πρόσφυγα μετατράπηκε σε ελπίδα λόγω των δικών σου προσπαθειών. Αλλά δε σταματάς ποτέ να σκέφτεσαι τις ζωές που δεν μπόρεσες να σώσεις.
Πριν από έναν χρόνο περίπου, ο συνολικός αριθμός των προσφύγων, των εσωτερικά εκτοπισμένων, των αιτούντων άσυλο και των ανιθαγενών έφτασε το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού. Αναρωτιέμαι ποιο ποσοστό πρέπει να θεωρούμε μη αποδεκτό – 2%, 5%, ή παραπάνω; Πόσοι άνθρωποι πρέπει να υποφέρουν από την απώλεια και τα δεινά που προκαλεί ο εκτοπισμός, προτού οι πολιτικοί ηγέτες συνεργαστούν για να βρουν λύσεις στις αιτίες που προκαλούν τη φυγή;
Επομένως, στην επέτειο των 70 χρόνων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, η πρόκληση που θέτω στη διεθνή κοινότητα είναι η εξής: αφήστε με χωρίς δουλειά. Βάλτε ως στόχο σας να οικοδομήσετε έναν κόσμο στον οποίο δεν θα υπάρχει πραγματικά καθόλου ανάγκη για έναν διεθνή οργανισμό για τους πρόσφυγες, επειδή κανείς δεν θα νιώθει την ανάγκη να εγκαταλείψει το σπίτι του. Μη με παρεξηγήσετε: όπως έχουν τα πράγματα, το έργο μας είναι κρίσιμης σημασίας – όμως το παράδοξο είναι ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχουμε. Εάν συνεχίζουμε να γιορτάζουμε πολλές ακόμα επετείους, το μόνο συμπέρασμα θα είναι ότι η διεθνής κοινότητα έχει αποτύχει.
Ωστόσο, εάν βρίσκονταν λύσεις στα αίτια που προκαλούν μαζικούς εκτοπισμούς σε έξι μόνο χώρες, εκατομμύρια πρόσφυγες θα μπορούσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Το ίδιο και εκατομμύρια ακόμα άνθρωποι εκτοπισμένοι στο εσωτερικό της χώρας τους. Αυτό θα ήταν μια πολύ καλή αρχή – και θα ήταν κάτι που θα μπορούσαμε όλοι να γιορτάσουμε στ’ αλήθεια.
Μοιράσου το στο Facebook Μοιράσου το στο Twitter