“Στο Καμερούν, ακούγαμε για ρατσισμό, αλλά αυτή είναι η πρώτη φορά που το βιώνω.”
Asylum-seekers are often lost upon arrival, and have nowhere to go.
© "Solomos Bus Station by Night, Nicosia, Cyprus" by NicosiaAutumn is licensed under CC Attribution-Share Alike 4.0 International license
Η Linda, 22 χρονών, από το Καμερούν έχει σπουδάσει δημοσιογραφία . Επιθυμούσε να συνεχίσει τις σπουδές της και στη συνέχεια να ξεκινήσει την καριέρα της, όμως οι συγκρούσεις και η βία στο Αγγλοφωνο Καμερουν ανέτρεψαν τα σχέδιά της. Από το Καμερουν, κατέφυγε αρχικά στη Νιγηρία, όπου διακινητές και δίκτυα εμπορίας ανθρώπων της υποσχέθηκαν ότι θα την μετέφεραν στη Γερμανία, αφήνοντάς την τελικά στην Κύπρο, τον περασμένο Μάρτιο.
Τη συναντήσαμε πριν από τρεις μήνες στη Λευκωσία όπου ζει ως αιτήτρια ασύλου. Όταν συναντηθήκαμε, η Linda μας είχε πει ότι κοιμόταν σε μια πολυθρόνα σ’ ένα δωμάτιο με επτά άλλα άτομα. Ευγνώμων μεν που δεν βρισκόταν στο δρόμο, φοβισμένη δε για το παρών και το μέλλον. «Αναρωτιέμαι αν θα επιβιώσω κάτω από τέτοιες συνθήκες. Ίσως το όνειρό μου για μια καλύτερη ζωή μακρυά από τον πόλεμο να μην μπορεί να πραγματοποιηθεί. Κοιμάμαι σε καρέκλα και κάθε πρωί ξυπνώ με πόνους στο σώμα. Σκέφτομαι ότι ίσως να ήταν καλύτερα να έμενα στη χώρα μου κι ας πέθαινα από πυροβολισμό παρά ν’αργοπεθαίνω σε μια ξένη γη».
Η Λίντα μας εξηγεί ότι και οι υπόλοιποι επτά προσπαθούσαν απεγνωσμένα να βρουν καταλύμματα, να ψάχνουν στο διαδίκτυο και να τηλεφωνούν καθημερινά σε ιδιοκτήτες ακινήτων. “Αλλά είναι πραγματικά δύσκολο να βρει κανείς σπίτι, ένα δωμάτιο. Το πρώτο που σε ρωτούν όταν τηλεφωνούμε είναι «Από πού είσαι;» Δεν καταλαβαίνω γιατί κάποιος θα σου δώσει σπίτι με βάση το χρώμα σου. Αυτό με κάνει να νιώθω λιγότερο άνθρωπος.»
Εκτός από το στεγαστικό, τις πρώτες μέρες είχε ν’αντιμετωπίσει και άλλες βασικές ανάγκες. «Δεν είχα να φάω. Όταν πήγα στο γραφείο ευημερίας μου έδωσαν να γεμίσω ένα έντυπο και ένα ποσό έκτακτης ανάγκης. Μου είπαν να πάω σ’ενα μήνα να πάρω κουπόνια. Εν τω μεταξύ, έπερνα λίγο φαγητό από τον Ερυθρό Σταυρό καθώς και ρούχα για να φορέσω, αλλά δεν είχα κάπου να κοιμηθώ χωρίς να φοβάμαι για την ασφάλειά μου. Ήταν ένας εφιάλτης να βρω κάπου να μείνω. Σε όσους τηλεφωνούσα μου έλεγαν ότι δεν θέλουν αιτούντες άσυλο ή πρόσφυγες ή μαύρους στα σπίτια τους. Ακόμη και ο τρόπος που σε βλέπουν στο δρόμο, όταν για παράδειγμα, ρωτήσεις κάποιες οδηγίες, είναι υποτιμητικός, σε απογοητεύει. Στο Καμερούν, ακούγαμε για ρατσισμό, αλλά αυτή είναι η πρώτη φορά που το βιώνω. Εμείς στη χώρα μου ήμασταν τόσο ευπρόσδεκτοι στους λευκούς. Η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες με βοήθησε πάρα πολύ, μας παρέχουν πληροφορίες και ηθική υποστήριξη. Μ’ ενθαρρύνουν και μου δίνουν ελπίδα.»
Σήμερα, η Λίντα είναι καλύτερα. Ύστερα από το πρώτο διάστημα αβεβαιότητας που έζησε, γνώρισε μια συμπατριώτισσά της, η οποία την κάλεσε να μείνει μαζί της για λίγο. Εν τω μεταξύ άρχισε να παίρνει τα κουπόνια με τα οποία μπορεί – έστω και μετ’εμποδίων – να επιβιώνει. Όμως δεν παύει να νιώθει ανασφάλεια καθώς εξαρτάται από την καλή θέληση φίλων. Επιθυμία της να μπορέσει να ζήσει μια αξιοπρεπή ζωή, να σταθεί στα πόδια της χωρίς να εξαρτάται από την κοινωνική πρόνοια ή την φιλανθρωπία.
Μοιράσου το στο Facebook Μοιράσου το στο Twitter