ΚΑΤΑΥΛΙΣΜΟΣ ΛΑΥΡΙΟΥ, Ελλάδα – Η Τζιχάν είναι μία από τους εκατομμύρια ανθρώπους που έχουν τραπεί σε φυγή λόγω της βίας στη Συρία. Είναι μια μητέρα δυο παιδιών που…
ΚΑΤΑΥΛΙΣΜΟΣ ΛΑΥΡΙΟΥ, Ελλάδα – Η Τζιχάν είναι μία από τους εκατομμύρια ανθρώπους που έχουν τραπεί σε φυγή λόγω της βίας στη Συρία. Είναι μια μητέρα δυο παιδιών που εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα της. Όπως πολλοί άλλοι, διέφυγε με τον άντρα και τα παιδιά της στην Τουρκία, όπου επιβιβάστηκαν σε μια βάρκα και διακινδύνευσαν τα πάντα επιχειρώντας ένα δύσκολο ταξίδι προς την ασφάλεια. Σε αντίθεση με τους περισσότερους στην αντίστοιχη κατάσταση, η Τζιχάν είναι τυφλή.
Στη θάλασσα, οι κραυγές των συνεπιβατών της, τα ταραχώδη κύματα και η δύναμη με την οποία τα παιδιά της έσφιγγαν τα χέρια, της φανέρωσαν όλα όσα χρειαζόταν να ξέρει. Ήλπιζαν να βρουν στεριά μέσα σε οκτώ ώρες. Ύστερα από σχεδόν δυο νύχτες, η 34χρονη Τζιχάν φοβόταν τα χειρότερα.
«Εκείνες τις στιγμές», ανακαλεί με θλίψη, «ένιωθα πως είχα περάσει τα παιδιά μου από έναν ενδεχόμενο κίνδυνο θανάτου σε έναν άλλο».
Πεινασμένοι, διψασμένοι και φοβούμενοι για τη ζωή τους, η Τζιχάν και η οικογένειά της έφτασαν τελικά στις ακτές της Ευρώπης μετά από 45 τρομακτικές ώρες στη θάλασσα. Ήταν όμως μακριά από την προγραμματισμένη τους πορεία – βρέθηκαν στο νησί της Μήλου. Και χωρίς καμία υποστήριξη ή βοήθεια, ήταν αναγκασμένοι να βρουν μόνοι τους το δρόμο για την Αθήνα. «Είχαμε μαζί τα παιδιά μας και καθόλου φαγητό ή νερό», λέει η Τζιχάν, ο σύζυγος της οποίας έχει επίσης μειωμένη όραση. «Έτσι δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να διασχίσουμε τα βουνά».
«Μας είπαν ότι δεν μπορούμε να μείνουμε στην Αθήνα, ούτε να πάμε σε άλλες τρεις Ελληνικές πόλεις», θυμάται, σκουπίζοντας ένα δάκρυ από την άκρη του ματιού της.
Ήδη εξαντλημένος και χωρίς άλλους πόρους, ο Άσραφ συνέχισε μόνος του προς αναζήτηση ασύλου βορειότερα, ενώ η Τζιχάν και τα παιδιά πήγαν στον καταυλισμό του Λαυρίου, ένα ανοιχτό κέντρο φιλοξενίας περίπου 60 χιλιόμετρα μακριά από την ελληνική πρωτεύουσα.
Ήταν η πρώτη φορά που ο Άσραφ και η Τζιχάν χωρίστηκαν από τότε που ήταν 12 χρονών.
«Δεδομένου ότι κανείς απ’ τους δυο μας δεν βλέπει καλά, πραγματικά συμπληρώνουμε ο ένας τον άλλο», εξηγεί η Τζιχάν, χαμογελώντας μελαγχολικά. «Για παράδειγμα, όταν αγοράζουμε κάποια συσκευή, εκείνος διαλέγει το χρώμα γιατί βλέπει λίγο καλύτερα, κι εγώ διαλέγω το μοντέλο».
Σήμερα, εννέα μήνες αργότερα, ενώ ο Άσραφ περιμένει να ξαναβρεθεί με την οικογένειά του στη Δανία, η Τζιχάν πρέπει να βασίζεται όλο και περισσότερο στον επτάχρονο γιο της, τον Μοχάμεντ, για να κινείται μέσα στο προσωρινό τους σπίτι. Χωρίς επείγουσα μεταμόσχευση κρεατοειδούς χιτώνα, το αριστερό της μάτι μπορεί να κλείσει για πάντα.
Οι γείτονές της στον καταυλισμό, κυρίως οικογένειες με μικρά παιδιά, επίσης υποφέρουν. «Νόμιζα οτι, δεδομένης της ιδιαίτερης κατάστασής μου, θα μας έδιναν κάποια επιπλέον βοήθεια», λέει η Τζιχάν απελπισμένα. «Αλλά δεν βοηθούν κανέναν απολύτως. Υπάρχει εδώ μια οικογένεια με έξι παιδιά και μια γυναίκα με καρκίνο, αλλά κανείς δεν τους βοηθά. Είμαστε παγιδευμένοι».
Κάποτε η Τζιχάν είχε μια ευτυχισμένη ζωή στο Χαλέπι, δουλεύοντας στο δημόσιο τομέα, με δυο γιους και έναν στοργικό σύζυγο στο πλάι της. Τώρα, εύχεται μόνο να επανενωθεί η οικογένειά της. Παρόλο που ο πόλεμος τους έδιωξε από την πατρίδα τους, ήταν η Ευρώπη που τους χώρισε.
«Ήρθαμε εδώ για να σώσουμε τη ζωή μας και για να βρούμε ανθρώπους που θα μπορούσαν να κατανοήσουν περισσότερο την κατάστασή μας», καταλήγει. «Αναστατώνομαι τόσο πολύ όταν βλέπω πόσο λίγο καταλαβαίνουν».
By Preethi Nallu
Μοιράσου το στο Facebook Μοιράσου το στο Twitter