Μυτιλήνη, Ελλάδα, 28 Σεπτεμβρίου (Υ.Α.) – Είναι η ιδανική εικόνα διακοπών σε κάποιο ελληνικό νησί. Ένας άνδρας μόνος του απολαμβάνει τον πρωινό καφέ του στην ηλιόλουστη βεράντα ενός ξενοδοχείου με θέα στο καταγάλανο Αιγαίο. Οι τουρκικές ακτές λαμπιρίζουν από μακριά. Ένα κοπάδι κατσίκες με κουδουνάκια που ηχούν κρεμασμένα στο λαιμό […]
Μυτιλήνη, Ελλάδα, 28 Σεπτεμβρίου (Υ.Α.) – Είναι η ιδανική εικόνα διακοπών σε κάποιο ελληνικό νησί. Ένας άνδρας μόνος του απολαμβάνει τον πρωινό καφέ του στην ηλιόλουστη βεράντα ενός ξενοδοχείου με θέα στο καταγάλανο Αιγαίο. Οι τουρκικές ακτές λαμπιρίζουν από μακριά. Ένα κοπάδι κατσίκες με κουδουνάκια που ηχούν κρεμασμένα στο λαιμό τους, βόσκουν λίγο πιο πέρα.
Αλλά ο άνδρας αυτός δεν είναι τουρίστας. Είναι ένας μεσήλικας Σύρος γιατρός από τη Δαμασκό που μόλις πέρασε με ασφάλεια την γυναίκα του και τα τρία μικρά παιδιά τους μέσα από ένα ταξίδι στην κόλαση.
«Ήταν πολύ δύσκολα για εμάς», λέει ο γιατρός, καθώς η απαλή φωνή του τρέμει και τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα. «Συγγνώμη», προσθέτει, πνίγοντας τα δάκρυά του. Σηκώνει να δούμε τους ματωμένους και μελανιασμένους αγκώνες του. «Έπεσα», αναφέρει χωρίς να δώσει άλλες διευκρινίσεις. Τα δάκρυά του και οι ορατές πληγές του φανερώνουν άλλες συναισθηματικές και σωματικές πληγές που ούτε φαίνονται, ούτε έχει μιλήσει κανείς γι’ αυτές.
Ο γιατρός και η οικογένειά του ανήκουν στους 370.000 περίπου ανθρώπους, το 70% εκ των οποίων Σύροι πρόσφυγες, που έχουν διασχίσει από τις αρχές του έτους το επικίνδυνο θαλάσσιο πέρασμα από την Τουρκία προς τα ελληνικά νησιά μέσα σε βάρκες διακινητών. Οι περισσότεροι από αυτούς βλέπουν αυτό το ταξίδι ως το τελευταίο εν δυνάμει θανάσιμο εμπόδιο το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουν προτού φτάσουν στην ασφάλεια στην Ευρώπη. Περίπου 100 άνθρωποι έχουν χάσει φέτος τη ζωή τους ή αγνοούνται, ανάμεσά τους και πολλά παιδιά, στην προσπάθειά τους να διασχίσουν τα ελληνικά θαλάσσια ύδατα.
Οι περισσότεροι πρόσφυγες και μετανάστες, σαν τον γιατρό με την οικογένειά του, καταφτάνουν στις βόρειες ακτές της Λέσβου ανάμεσα στον Μόλυβο και τη Σκάλα Συκαμνιάς, στο πιο στενό θαλάσσιο πέρασμα που χωρίζει την Ελλάδα από την Τουρκία. Μόλις βγουν στη στεριά, πολλοί από τους εξαντλημένους αλλά ανακουφισμένους πρόσφυγες μπαίνουν σε λεωφορεία ακολουθώντας τη διαδρομή των 70 χλμ. προς την πρωτεύουσα του νησιού, τη Μυτιλήνη. Εκεί περνούν από τη διαδικασία ταυτοποίησης και καταγραφής από τις αρχές σε εγκαταστάσεις όπου παρέχει στήριξη η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (Υ.Α.), πριν να συνεχίσουν την πορεία τους προς την ελληνική ενδοχώρα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η Υ.Α. με τους εταίρους της εντοπίζουν τις ευάλωτες οικογένειες και περιπτώσεις, στις οποίες παρέχεται ειδική βοήθεια.
Ενώ περιμένουν ώσπου να συνεχίσουν το ταξίδι τους από τη Μυτιλήνη προς την Αθήνα, ο γιατρός, με τη γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά – δύο κορίτσια και ένα αγόρι, ετών 8, 10 και 12 αντίστοιχα – βρήκαν ένα ξενοδοχείο για να μείνουν, μαζί με κάποιες άλλες οικογένειες Σύρων που μπορούσαν να πληρώσουν δωμάτιο. Οι περισσότεροι πρόσφυγες δεν έχουν χρήματα για τέτοιες πολυτέλειες. Παρ’ όλα αυτά, το προσωπικό της Υ.Α. βλέπει όλο και περισσότερους εύπορους Σύρους με ανώτερες σπουδές να εγκαταλείπουν τη χώρα τους. Ορισμένοι μπορούν και φέρνουν τα χρήματά τους μαζί τους, άλλοι πάλι όχι.
Σε μια πρώην παιδική κατασκήνωση κοντά στο αεροδρόμιο της Μυτιλήνης που τη διαχειρίζονται σήμερα εθελοντές παρέχοντας κατάλυμα σε αιτούντες άσυλο και ευάλωτες οικογένειες και άτομα, ο Hamad με τη γυναίκα του και τα δύο μωρά του έχουν περάσει τους τελευταίους δύο μήνες σε μια μικρή ξύλινη καλύβα περιμένοντας τα αποτελέσματα της αίτησης ασύλου τους. Ο Hamad, 42 ετών, είναι ηλεκτρολόγος μηχανικός με ειδίκευση στην κινητή τηλεφωνία. Είχε τρία καταστήματα ηλεκτρονικών ειδών μέσα και έξω από τη Δαμασκό, καθώς και τρία σπίτια, από τα οποία το ένα ήταν εξοχικό. Είχαν μια καλή ζωή. Τώρα είναι σχεδόν άποροι.
«Όλα τα χρήματά μας βρίσκονται σε έναν λογαριασμό σε υποκατάστημα της Δαμασκού μιας διεθνούς τράπεζας με έδρα σε κάποια από τις χώρες του Περσικού Κόλπου και υποκαταστήματα σε όλη τη Μέση Ανατολή», αναφέρει ο Hamad, ενώ κάθεται μπροστά από τη μικρή τακτοποιημένη καλύβα που έχουν διακοσμήσει με σημαίες, φυτά και έναν κήπο με λαχανικά. «Όταν φύγαμε από τη Συρία, πίστευα ότι θα μπορούσα να σηκώσω τα χρήματά μας σε οποιοδήποτε υποκατάστημα της τράπεζας, αφού είναι διεθνής. Αλλά όταν προσπάθησα, μου είπαν ότι ο μόνος τρόπος για να πάρω τα χρήματά μας είναι να επιστρέψω στη Συρία. Έχω τρεις πιστωτικές κάρτες και δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω ούτε μία.»
«Δεν ξέρω τι θα γινόταν εάν επέστρεφα στη Δαμασκό», προσθέτει, σταυρώνοντας τους καρπούς του σαν να φοράει χειροπέδες. Προς το παρόν, βασίζεται στην καλοσύνη των άλλων ανθρώπων. Αλλά ορκίζεται ότι θα βρει δουλειά, οποιαδήποτε δουλειά, μόλις πάρει καθεστώς ασύλου στην Ελλάδα.
Ο γιατρός αναφέρει ότι παίρνει οικονομική βοήθεια από συγγενείς που βρίσκονται ήδη εκτός Συρίας. Η διαμονή στο ξενοδοχείο με τα μπαλκόνια που είναι γεμάτα από τα απλωμένα πλυμένα ρούχα προσφύγων που μόλις έφτασαν, δίνει στην οικογένεια τη δυνατότητα να περάσουν λίγο χρόνο μαζί και να ηρεμήσουν μετά το βασανιστικό οδοιπορικό τους από τη Συρία.
Όπως και στην περίπτωση του Hamad με την οικογένειά του, χρειάστηκε να περάσουν πάνω από τέσσερα χρόνια προτού αποφασίσουν τελικά ο γιατρός με τη γυναίκα του να εγκαταλείψουν τη Συρία αναζητώντας ασφάλεια αλλού. Πρόκειται για μία στάθμιση των κινδύνων με την οποία έρχονται αντιμέτωποι εκατομμύρια πρόσφυγες. Πότε γίνεται πλέον πιο επικίνδυνο το να μείνεις στην πατρίδα σου από το να τραπείς σε φυγή μέσα από μία εμπόλεμη ζώνη καταφεύγοντας σε αδίστακτους διακινητές προκειμένου να διασχίσεις διεθνή σύνορα και να βρεις ασφάλεια;
Για τον γιατρό, η απάντηση ήταν ξεκάθαρη όταν η μικρότερη κόρη του μετά βίας γλίτωσε από έναν πύραυλο που θα χτυπούσε το λεωφορείο στο οποίο επέβαινε, κοντά στο σπίτι τους στη Δαμασκό.
«Εάν το λεωφορείο είχε αργήσει ένα λεπτό, θα είχα χάσει την κόρη μου», λέει.
«Είχαμε κάποτε μια καλή ζωή στη Συρία, αλλά αυτό δεν υπάρχει πια», προσθέτει ο γιατρός, του οποίου ο πατέρας και οι συγγενείς είναι όλοι γιατροί. Τώρα, τα περισσότερα μέλη της οικογένειάς του και οι φίλοι του έχουν φύγει και αυτοί.» Υπάρχουν πάρα πολλοί σκοτωμοί. Θάνατος παντού. Τι να έκανα; Να περιμένω να σκοτωθεί ένα από τα δικά μου παιδιά; Τότε θα ήταν πολύ αργά. Έπρεπε να φύγουμε αμέσως.»
Ο γιατρός ζύγισε τις επιλογές που είχε για το πώς θα φύγει, αλλά ήταν πολύ περιορισμένες. Ως Παλαιστίνιος-Σύρος, προσπάθησε χωρίς επιτυχία να εισέλθει νόμιμα και να παραμείνει στις γειτονικές χώρες. Αποφάσισε ότι η οικογένειά του θα διέφευγε μέσω της Συρίας στην Τουρκία και κατόπιν στην Ευρώπη, καταφεύγοντας σε διακινητές όταν αυτό χρειαζόταν.
«Δεν μου αρέσει να έχω συναλλαγές με εγκληματίες, αλλά ήταν ο μόνος τρόπος», λέει, περιγράφοντας τους διακινητές ως «πολύ κακούς ανθρώπους».
Η οικογένεια ταξίδεψε βόρεια από τη Δαμασκό, μέσω της Homs και της Hama προς την Τουρκία, πληρώνοντας κάποια στιγμή 500 δολάρια σε στρατιώτες για να τους επιτρέψουν απλά να διασχίσουν ένα μέτωπο στο εσωτερικό της χώρας.
Μόλις έφτασαν στην Τουρκία, οι διακινητές τους έδωσαν τρεις επιλογές.
«Μας είπαν ότι μπορούσαμε να φύγουμε μέσω θαλάσσης, μέσω ξηράς ή αεροπορικώς, με πλαστά διαβατήρια», εξηγεί ο γιατρός. «Δεν είμαι εγκληματίας και δεν ήθελα να το κάνω αυτό. Έτσι αποφασίσαμε να πάμε μέσω θαλάσσης στην Ελλάδα.»
Αν και το πιο δύσκολο κομμάτι του ταξιδιού τους έχει πλέον τελειώσει, η οικογένεια έχει ακόμα μακρύ δρόμο μέχρι να ξαναχτίσει τη ζωή της σε μια νέα χώρα – πιθανότατα τη Νορβηγία.
«Δεν είχα ποτέ καμία πρόθεση να φύγω από τη Συρία», δηλώνει ο γιατρός. «Αλλά τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, μέχρι που δεν είχαμε πια άλλη επιλογή. Και τώρα πρέπει να ξαναστήσουμε τη ζωή μας από την αρχή.»
Losing hope and fearful for their families, skilled Syrians join refugee exodus (ENGLISH)
Μοιράσου το στο Facebook Μοιράσου το στο Twitter