Με αφορμή την 30ή επέτειο της εκστρατείας για τις 16 Ημέρες Ακτιβισμού ενάντια στην Έμφυλη Βία, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Κύπρο δημοσιεύει έκθεση αναφορικά με τις τραυματικές επιτπώσεις της σεξουαλικής και έμφυλης βίας σε άτομα που αναζητούν διεθνή προστασία στην Κύπρο, ειδικά μεταξύ γυναικών και κοριτσιών. Πρωταρχικός στόχος της έρευνας είναι να παράσχει συστάσεις για την καλύτερη αντιμετώπιση των συνεπειών της έμφυλης βίας που συχνά βιώνουν άτομα που διαφεύγουν από τον πόλεμο ή τις διώξεις, είτε κατά τη διάρκεια της φυγής ή/και κατά την άφιξή τους στη χώρα ασύλου.
Η έκθεση που είναι το αποτέλεσμα μελέτης που διεξήχθη από το Μεσογειακό Ινστιτούτο Μελετών Φύλου (MIGS) για λογαριασμό της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, έδειξε ότι οι γυναίκες και τα κορίτσια ήταν η συντριπτική πλειοψηφία των επιζώντων έμφυλης βίας, παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι αιτητές ασύλου που έφτασαν στην Κύπρο κατά τη διεξαγωγή της έρευνας ήταν άντρες. Οι γυναίκες και τα κορίτσια ανέφεραν ότι αντιμετώπισαν τραυματικές εμπειρίες σεξουαλικής και σωματικής βίας, ή/και εμπορίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης καθώς και αναγκαστικού γάμου. Επιπλέον, οι περισσότεροι από τους επιζώντες στήριξαν το αίτημά τους για άσυλο στην έμφυλη βία.
«Η σεξουαλική βία και η έμφυλη βία αποτελεί σοβαρή παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σημαντική πρόκληση για τη δημόσια υγεία παγκοσμίως, που ως γνωστό συμβαίνει σε όλα τα πλαίσια. Ωστόσο, δεν γίνονται αρκετές καταγγελίες (underreported), ιδίως μεταξύ των αιτητών ασύλου και προσφύγων. Αναθέσαμε αυτή τη μελέτη για να κατανοήσουμε καλύτερα τις επιπτώσεις της έμφυλης βίας στους πρόσφυγες και αιτητές ασύλου κατά την άφιξή τους στην Κύπρο, προκειμένου να βοηθήσουμε τις αρχές να ενισχύσουν την υποστήριξη σε αυτά τα ιδιαίτερα ευάλωτα άτομα, » αναφέρει η Εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Κύπρο, Katja Saha.
«Ολοένα και περισσότερες γυναίκες, είτε μόνες είτε με την οικογένεια, αναζητούν προστασία από τις συγκρούσεις και τη βία στις χώρες τους, και αυτές οι γυναίκες συχνά υφίστανται βία κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους ή/και κατά την άφιξή τους στη χώρα προορισμού. Η μελέτη υπογραμμίζει – από την οπτική γωνία όσων επηρεάζονται – την ανάγκη για διαδικασίες υποδοχής με ευαισθησία ως προς το φύλο που λαμβάνουν υπόψη τις διαφορετικές εμπειρίες των γυναικών και των ανδρών και τις ειδικές ανάγκες προστασίας τους και διασφαλίζουν το δικαίωμά τους στην ασφάλεια και την αποκατάσταση,» αναφέρει η Διευθύντρια του MIGS, Σουζάνα Παύλου.
Το κύριο συμπέρασμα που προκύπτει από τη μελέτη είναι ότι χρειάζεται να γίνουν περισσότερα για τον εντοπισμό και την παροχή κατάλληλης και έγκαιρης πρόσβασης σε υπηρεσίες υποστήριξης στους επιζώντες και επιζώσες. Έχουν γίνει ορισμένες συστάσεις προς αυτή την κατεύθυνση, ξεκινώντας από την εισαγωγή μιας συστηματικής συλλογής δεδομένων ασύλου με βάση το φύλο ώστε να εντοπίζονται πιθανά περιστατικά έμφυλης βίας ώστε να μπορούν στην συνέχεια ν’αναπτυχθούν προγράμματα και πολιτικές που ανταποκρίνονται στις ειδικές ανάγκες των επιζώντων έμφυλης βίας. Άλλες συστάσεις αφορούν τη δημιουργία υπηρεσιών υποστήριξης στα κέντρα υποδοχής, με μεγαλύτερη ευαισθησία ως προς το φύλο, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος βίας εναντίον γυναικών προσφύγων, καθώς και παροχής εξειδικευμένης υποστήριξης σε γυναίκες που έχουν υποστεί έμφυλη βία στη χώρα καταγωγής τους ή κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους. Εξίσου σημαντική είναι η βελτίωση των ευκαιριών ένταξης για τις γυναίκες πρόσφυγες, επιζώσες της έμφυλης βίας, μέσω παροχής εξειδικευμένων υπηρεσιών υποστήριξης, διαμονής και στέγασης αλλά και απασχόλησης και κατάρτισης.
Σχεδόν όλες οι ερωτηθείσες ανέφεραν στις συνεντεύξεις τους τραυματικές εμπειρίες και συμπτώματα, όπως άγχος, κατάθλιψη, έντονους πονοκεφάλους, δυσκολίες ύπνου, καθώς και χαμηλή αυτοπεποίθηση και φόβο μήπως θυματοποιηθούν εκ νέου. Ανέφεραν, μεταξύ άλλων, ότι έχουν υποστεί σωματική και σεξουαλική βία που σε ορισμένες περιπτώσεις οδήγησε σε μόνιμους σωματικούς τραυματισμούς και μακροπρόθεσμα προβλήματα υγείας. Αναφέρθηκαν επίσης στις επιπτώσεις της έμφυλης βίας στην υγεία τους, περιλαμβανομένων σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων, ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, αναγκαστικής άμβλωσης, της κολπικής αιμορραγίας, αποβολής και πρόωρου τοκετού.
Ο αντίκτυπος της έμφυλης βίας στις γυναίκες αιτήτριες ασύλου έχει επίσης σημαντικές κοινωνικές επιπτώσεις. Κατά την περιγραφή της ζωής τους στην Κύπρο, ήταν σαφές ότι οι εν λόγω γυναίκες δεν είχαν ισχυρά υποστηρικτικά δίκτυα είτε από την κοινότητά τους είτε από την κοινωνίας υποδοχής. Επιπλέον, πολλές δεν κράτησαν ή είχαν περιορισμένη επικοινωνία με τις οικογένειές τους, λόγω συνεχιζόμενων συγκρούσεων στη χώρα καταγωγής τους. Η απομόνωση και η έλλειψη πρόσβασης σε κοινωνική και οικογενειακή υποστήριξη επιδείνωσε την ψυχολογική τους κατάσταση.
Η μελέτη διεξήχθη μεταξύ Μαρτίου και Νοεμβρίου 2019 με αντιπροσωπευτικό δείγμα αιτητών και αιτητριών ασύλου στο Κέντρο Πρώτης Υποδοχής (Πουρνάρα). Συγκεκριμένα, η ποσοτική μελέτη βασίστηκε σε περίπου 600 αξιολογήσεις αιτητών και αιτητριών ασύλου, ενώ πραγματοποιήθηκαν ποιοτικές συνεντεύξεις με περίπου 20 γυναίκες αιτήτριες ασύλου που επιλέχθησαν στη βάση των αποτελεσμάτων της ποσοτικής έρευνας.
Το 49% όλων των γυναικών που αξιολογήθηκαν αναγνωρίστηκαν ως θύματα έμφυλης βίας σε σύγκριση με το 5,1% όλων των ανδρών που αξιολογήθηκαν. Οι περισσότερες από τις επιζήσαντες ήταν από το Καμερούν και το Κονγκό.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη μεθοδολογία και τη δημογραφία της μελέτης, τους στόχους, τα ευρήματα και τις συστάσεις, κατεβάστε την πλήρη έκθεση εδώ.
Μοιράσου το στο Facebook Μοιράσου το στο Twitter