Ανησυχητικά ψηλός αριθμός αιτητών ασύλου στην Κύπρο, οι οποίοι εγκατέλειψαν τις διώξεις και τη βία στις χώρες καταγωγής τους, κινδυνεύουν να μείνουν άστεγοι, σε συνθήκες ένδοιας και απόγνωσης λόγω των σοβαρών ελλείψεων στις εθνικές πολιτικές ασύλου και υποδοχής.
© UNHCR/Béla Szandelszky
Η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες είναι σε θέση να γνωρίζει πολλές υποθέσεις που αφορούν άστεγους άνδρες, γυναίκες και οικογένειες με μικρά παιδιά από διάφορες χώρες, όπως η Συρία, το Καμερούν, η Σομαλία και το Ιράκ. Αν δεν είναι ήδη άστεγοι, στεγάζονται προσωρινά με συγγενείς, φίλους ή αγνώστους σε πολύ μικρά και συχνά υπερπλήρη στούντιο ή μικρά διαμερίσματα που δεν μπορούν να θεωρηθούν αξιοπρεπής στέγαση. Μερικοί, οι οποίοι αναγκάζονται να κοιμούνται στο πάτωμα και χωρίς πρόσβαση σε ντους ή τουαλέτες, είναι ιδιαίτερα ευάλωτα άτομα, με αναπηρίες και άλλα προβλήματα υγείας.
Το θέμα της στέγασης αποτελεί αιτία σοβαρής ανησυχίας κι έχει οδηγήσει ορισμένους αιτητές ασύλου σε απόπειρες αυτοκτονίας. Το πρόβλημα έχει κλιμακωθεί από την αρχή του έτους επιδεινώνοντας τις ήδη δύσκολες συνθήκες διαβίωσης που αντιμετωπίζουν οι αιτητές ασύλου που ζουν εκτός του Κέντρου Υποδοχής στην Κοφίνου. Παρόλο που ο Κυπριακός Νόμος για τους Πρόσφυγες προβλέπει την άμεση πρόσβαση των αιτητών ασύλου στη στέγαση και την κοινωνική αρωγή μόλις υποβάλουν τις αιτήσεις ασύλου στις αρχές, το υφιστάμενο σύστημα δεν ικανοποιεί αυτά τα θεμελιώδη δικαιώματα, θέτοντας σε κίνδυνο ορισμένους αιτούντες άσυλο.
Ένα από τα κύρια προβλήματα είναι οι καθυστερήσεις στην καταγραφή των αιτήσεων οι οποίες με τη σειρά τους δημιουργούν εμπόδια στην πρόσβαση στην κοινωνική πρόνοια. Σε ορισμένες περιπτώσεις, παρέχεται ένα μικρό ποσό έκτακτης ανάγκης, το οποίο αποσκοπεί να καλύψει τις άμεσες ανάγκες μέχρι να εξεταστεί και να τεθεί σε ισχύ η αίτηση κοινωνικής πρόνοιας. Ωστόσο, αυτό το ποσό μπορεί να καλύψει τις βασικές ανάγκες για λίγες μόνο ημέρες, ενώ η εξέταση αιτήσεων κοινωνικής πρόνοιας συνήθως διαρκεί αρκετές εβδομάδες ή και μήνες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα άτομα και οικογένειες να παραμένουν άστεγοι και να εξαρτώνται απόλυτα από την καλή θέληση πολιτών και την στήριξη ενός μικρού αριθμού φιλανθρωπικών οργανώσεων που έχουν οι ίδιες περιορισμένους πόρους.
Η κατάσταση επιδεινώνεται από το γεγονός ότι μονήρεις αιτητές ασύλου δεν γίνονται πλέον δεκτοί στο Κέντρο Υποδοχής Κοφίνου, το οποίο, ακόμη και όταν είναι πλήρες, φιλοξενεί λιγότερο από το 5% του πληθυσμού των αιτητών ασύλου στη χώρα. Συνεπώς, η μεγάλη πλειοψηφία των αιτητών ασύλου διαμένει εκτός του Κέντρου. Ορισμένοι εργάζονται, αλλά οι περισσότεροι δεν απασχολούνται κυρίως λόγω περιοριστικών κυβερνητικών πολιτικών που απαγορεύουν στους αιτητών ασύλου να εργοδοτηθούν σε οποιαδήποτε εργασία κατά τη διάρκεια των πρώτων έξι μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης ασύλου. Ακόμα και μετά τους έξι μήνες, μπορούν να εργοδοτηθούν μόνο σε ορισμένους τομείς που βρίσκονται στην κατώτερη βαθμίδα της μισθολογικής κλίμακας, π.χ. γεωργία, κτηνοτροφία, συλλογή απορριμμάτων, πλύσιμο αυτοκινήτων και τα συναφή, ανεξάρτητα από τα ακαδημαϊκά προσόντα ή την επαγγελματική τους πείρα.
“Δεδομένου του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί σήμερα το εθνικό σύστημα ασύλου και οι πολιτικές υποδοχής, η έλλειψη στέγης και η φτώχεια είναι δυστυχώς αναπόφευκτες συνέπειες για πολλούς αιτητές ασύλου, τόσο νεοαφιχθέντων όσο και άλλους,” δήλωσε ο Αντιπρόσωπος της UNHCR στην Κύπρο, Ντάμτου Ντεσσαλένιε. Το πρόβλημα μπορεί, ωστόσο, να αποφευχθεί. Δεν πρόκειται απλώς για πρόσθετους πόρους. Ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλιστεί η αξιοπρέπεια και η ευημερία των αιτητών ασύλου, με μειωμένο κόστος για την κυβέρνηση, είναι να τους επιτραπεί να εργάζονται το συντομότερο δυνατόν και σε όσο το δυνατόν περισσότερους τομείς, βάσει του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης . Όσο πιο σύντομα έχουν οι αιτητές ασύλου πρόσβαση στην αγορά εργασίας, τόσο πιο γρήγορα γίνονται ανεξάρτητοι από την κρατική στήριξη και μπορούν να ζουν μια αυτόνομη και παραγωγική ζωή, συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη της χώρας υποδοχής τους.
Το ζήτημα της έλλειψης στέγης προστίθεται στην επιδείνωση των συνθηκών υποδοχής των αιτητών ασύλου που παρατηρείται τα τελευταία δύο χρόνια. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες έχει επανειλημμένα εκφράσει τις ανησυχίες της για το χαμηλό επίπεδο βοήθειας που παρέχεται στους αιτητές ασύλου σε κουπόνια και ισοδυναμεί με λιγότερο από το ήμισυ του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος που λαμβάνουν οι Κύπριοι και αναγνωρισμένοι πρόσφυγες σε παρόμοια κατάσταση. Αυτό σημαίνει ότι με τους αιτητές ασύλου να λαμβάνουν 100 ευρώ ως επίδομα ενοικίου, υπάρχουν τεράστιες δυσκολίες στην εξεύρεση αξιοπρεπούς στέγασης ενόψει των συνθηκών που επικρατούν στην αγορά στέγασης.
“Όσο το δυνατόν πιο σύντομα σταθούν οι πρόσφυγες στα πόδια τους, θα είναι προς το συμφέρον όχι μόνο των ιδίων αλλά και της κοινότητας υποδοχής,” δήλωσε ο Ντάμτου Ντεσσαλένιε. Είναι επόμένως απαραίτητο να επανεξεταστεί επειγόντως η τρέχουσα πολιτική για τις συνθήκες υποδοχής των αιτητών ασύλου, έτσι ώστε η βοήθεια που παρέχεται να εξασφαλίζει ένα βιοτικό επίπεδο κατάλληλο για την υγεία τους και επαρκές για να διασφαλίσει τη διαβίωσή τους, όπως απαιτείται από τη νομοθεσία της ΕΕ. Η έμφαση πρέπει να δοθεί στην παροχή επαρκούς βοήθειας στους αιτητές ασύλου εκτός των κέντρων υποδοχής καθώς αυτό θα έχει καλύτερες προοπτικές επιτυχούς ενσωμάτωσης στον κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό ιστό της κοινωνίας υποδοχής όταν αναγνωριστούν ως πρόσφυγες.
Μοιράσου το στο Facebook Μοιράσου το στο Twitter