ΓΕΝΕΥΗ – Οι επικεφαλής του Παγκοσμίου Προγράμματος Σίτισης (WFP) και της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (Υ.Α.) προειδοποίησαν σήμερα ότι οι δυσκολίες…
ΓΕΝΕΥΗ – Οι επικεφαλής του Παγκοσμίου Προγράμματος Σίτισης (WFP) και της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (Υ.Α.) προειδοποίησαν σήμερα ότι οι δυσκολίες χρηματοδότησης, σε συνδυασμό με υλικοτεχνικά προβλήματα και προβλήματα ασφάλειας σε ορισμένες χώρες, έχουν επιφέρει περικοπές στις μερίδες τροφίμων για τους σχεδόν 800.000 πρόσφυγες στην Αφρική, με αποτέλεσμα να απειλούνται με επιδείνωση τα ήδη απαράδεκτα επίπεδα υποσιτισμού οξείας μορφής, ελλιπούς ανάπτυξης και αναιμίας, ιδιαίτερα στα παιδιά.
Απευθυνόμενοι σε κυβερνητικούς εκπροσώπους σε μια συνάντηση στη Γενεύη, ο Εκτελεστικός Διευθυντής του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος Ertharin Cousin και ο Ύπατος Αρμοστής του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες António Guterres απηύθυναν επείγουσα κοινή έκκληση για 186 εκατομμύρια δολάρια που θα επιτρέψουν στο WFP να αποκαταστήσει την ποσότητα των μερίδων και θα αποτρέψει περαιτέρω μειώσεις μέχρι τον Δεκέμβριο του 2014. Από την πλευρά της, η Υ.Α. χρειάζεται 39 εκατομμύρια δολάρια για την διατροφική υποστήριξη που παρέχει σε υποσιτισμένους και ευάλωτους πρόσφυγες στην Αφρική.
«Πολλοί πρόσφυγες στην Αφρική εξαρτώνται από τα τρόφιμα του WFP για την επιβίωσή τους και τώρα υποφέρουν εξαιτίας της έλλειψης χρηματοδότησης», είπε ο Cousin. «Γι αυτό κάνουμε έκκληση προς τα κράτη-δωρητές να βοηθήσουν όλους τους πρόσφυγες –οι μισοί εκ των οποίων είναι παιδιά – να έχουν αρκετή τροφή ώστε να είναι υγιείς και να μπορέσουν να χτίσουν το μέλλον τους».
Σε όλη την Αφρική, 2,4 εκατομμύρια πρόσφυγες σε περίπου 200 μέρη σε 22 χώρες εξαρτώνται από την τακτική επισιτιστική βοήθεια του WFP. Αυτή τη στιγμή, το ένα τρίτο των προσφύγων αυτών έχουν δει μειώσεις στις μερίδες τους. Ανάμεσά τους και οι πρόσφυγες στο Τσαντ που αντιμετωπίζουν περικοπές της τάξης του 60 τοις εκατό.
Οι προμήθειες έχουν μειωθεί κατά τουλάχιστον 50 τοις εκατό για περίπου 450.000 πρόσφυγες σε απομακρυσμένους καταυλισμούς και άλλες περιοχές στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, στο Τσαντ και στο Νότιο Σουδάν. Άλλοι 338.000 πρόσφυγες στη Λιβερία, τη Μπουρκίνα Φάσο, τη Μοζαμβίκη, τη Γκάνα, τη Μαυριτανία και την Ουγκάντα έχουν δει τις μερίδες τους να μειώνονται από πέντε έως 43 τοις εκατό.
Επιπλέον, μια σειρά από απρόσμενες, προσωρινές μειώσεις στις μερίδες έχουν επηρεάσει καταυλισμούς σε διάφορες χώρες από τις αρχές του 2013 έως και το 2014, μεταξύ αυτών την Ουγκάντα, την Κένυα, την Αιθιοπία, τη Δημοκρατία του Κονγκό, τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, και το Καμερούν. Κάποιες περικοπές οφείλονταν επίσης στην έλλειψη ασφάλειας η οποία επηρέασε τις διανομές.
«Ο αριθμός των κρίσεων σε όλον τον κόσμο ξεπερνά κατά πολύ το επίπεδο της χρηματοδότησης για ανθρωπιστικές επιχειρήσεις με αποτέλεσμα να πλήττονται περισσότερο οι ευάλωτοι πρόσφυγες στις κρίσιμες επιχειρήσεις», δήλωσε ο Ύπατος Αρμοστής για τους Πρόσφυγες António Guterres. «Είναι απαράδεκτο στο σημερινό κόσμο της αφθονίας να υπάρχουν πρόσφυγες που αντιμετωπίζουν χρόνια πείνα ή παιδιά προσφύγων που εγκαταλείπουν το σχολείο για να βοηθήσουν τις οικογένειές τους να επιβιώσουν», είπε, ζητώντας την επανεξέταση της χρηματοδότησης για τις καταστάσεις εκτοπισμών σε όλον τον κόσμο.
Μια κοινή έκθεση της Υ.Α. και του WFP που εκδόθηκε παράλληλα με τη σημερινή συνάντηση στη Γενεύη, αναφέρει ότι οι πρόσφυγες συγκαταλέγονται στους πιο ευάλωτους ανθρώπους στον κόσμο και προειδοποιεί ότι οι μειώσεις στο ελάχιστο των μερίδων τους μπορεί να έχουν καταστροφικές συνέπειες για τους ήδη εξασθενημένους πληθυσμούς.
Πολλοί πρόσφυγες καταφτάνουν σε χώρες ασύλου έχοντας ήδη επείγουσα ανάγκη διατροφικής φροντίδας. Χωρίς κανένα μέσο για να συντηρήσουν τον εαυτό τους σε πολλές χώρες υποδοχής, παραμένουν απόλυτα εξαρτημένοι από τη διεθνή βοήθεια –σε κάποιες περιπτώσεις για χρόνια– μέχρις ότου να μπορούν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους ή να βρουν άλλες λύσεις. Σε γενικές γραμμές, το WFP προσπαθεί να παρέχει 2.100 θερμίδες ανά πρόσφυγα κάθε μέρα.
Ο Guterres προειδοποίησε ότι, ενώ μια παρατεταμένη μείωση κατά 60 τοις εκατό στις μερίδες θα ήταν καταστροφική για τους πρόσφυγες, ακόμη και μικρές περικοπές μπορούν να έχουν τρομακτικές συνέπειες για τον ήδη υποσιτισμένο πληθυσμό. Οι επιπτώσεις, ειδικά για τα παιδιά, μπορούν να είναι άμεσες και συχνά μη-αναστρέψιμες. Ο υποσιτισμός κατά τη διάρκεια των πρώτων 1.000 ημερών ενός παιδιού από τη στιγμή της σύλληψής του μπορούν να έχουν μακροπρόθεσμες συνέπειες, θέτοντας σε κίνδυνο τόσο τη σωματική όσο και τη διανοητική του ανάπτυξη. Πολυάριθμες μελέτες έχουν δείξει ότι αυτή η ελλιπής ανάπτυξη αφήνει τα παιδιά που έχουν πληγεί με σοβαρά κοινωνικά και οικονομικά μειονεκτήματα για την υπόλοιπη ζωή τους.
Ακόμα και πριν από τις πιο πρόσφατες περικοπές στις μερίδες, πρόσφυγες σε πολλούς από τους καταυλισμούς που ερευνήθηκαν βίωναν ήδη απαράδεκτα επίπεδα υποσιτισμού, παρά τη σχετική πρόοδο των τελευταίων πέντε χρόνων ως προς τη βελτίωση των προτύπων διατροφής. Για παράδειγμα, ένα πρόγραμμα για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των ελλείψεων σε ιχνοστοιχεία έχει συμβάλει στην επιβράδυνση ή ακόμα και στην αντιστροφή των αυξανόμενων ποσοστών υποσιτισμού και των συναφών προβλημάτων σε κάποιες περιοχές. Όμως οι σημερινές ελλείψεις απειλούν να αναιρέσουν ακόμη και αυτά τα μετά κόπων κεκτημένα.
Διατροφικές έρευνες που διεξήχθησαν μεταξύ του 2011 και του 2013 έδειξαν ότι η ελλιπής ανάπτυξη και η αναιμία μεταξύ των παιδιών βρίσκονταν ήδη σε κρίσιμα επίπεδα στην πλειονότητα των προσφυγικών καταυλισμών. Μόνο ένας από τους 92 καταυλισμούς που ερευνήθηκαν, για παράδειγμα, ικανοποιούσε τον στόχο των οργανισμών να πάσχουν από αναιμία λιγότερο από το 20 τοις εκατό των παιδιών προσφύγων. Και λιγότεροι από το 15 τοις εκατό των καταυλισμών που ερευνήθηκαν πετύχαιναν το στόχο που ήθελε ποσοστό υπανάπτυξης στα παιδιά μικρότερο του 20 τοις εκατό. Οι έρευνες έδειξαν επίσης ότι τα επίπεδα υποσιτισμού οξείας μορφής στα παιδιά κάτω των πέντε ετών παραμένουν απαράδεκτα υψηλά σε πάνω από το 60 τοις εκατό των καταυλισμών.
Οι πρόσφυγες που έχουν πληγεί από τις ελλείψεις τροφίμων αγωνίζονται να ανταπεξέλθουν, παρουσιάζοντας μια σειρά από πρόσθετα προβλήματα καθώς καταφεύγουν σε αυτό που η έκθεση αποκαλεί «αρνητικές στρατηγικές επιβίωσης». Αυτές περιλαμβάνουν την αύξηση του αριθμού των παιδιών προσφύγων που εγκαταλείπουν το σχολείο καθώς αναζητούν δουλειά για να παρέχουν φαγητό στις οικογένειές τους, την εκμετάλλευση και κακοποίηση γυναικών προσφύγων που τολμούν να βγουν εκτός των καταυλισμών προς αναζήτηση εργασίας, το "sex για επιβίωση" από γυναίκες και κορίτσια που προσπαθούν να συγκεντρώσουν χρήματα για να αγοράσουν φαγητό, τους γάμους νεαρών κοριτσιών, τα αυξημένα επίπεδα άγχους και ενδοοικογενειακής βίας μέσα στις οικογένειες, και την αύξηση των κλοπών και άλλων δραστηριοτήτων που δημιουργούν εντάσεις τόσο μέσα στους καταυλισμούς όσο και στις γύρω κοινότητες.
Το τελικό αποτέλεσμα, αναφέρει η έκθεση, είναι ένας «φαύλος κύκλος φτώχειας, επισιτιστικής ανασφάλειας, υποβάθμισης του διατροφικού επιπέδου, αυξημένου κινδύνου ασθενειών, και επικίνδυνων στρατηγικών επιβίωσης. Κατά συνέπεια, η βελτίωση των δυνατοτήτων διαβίωσης και της επισιτιστικής ασφάλειας είναι ζωτικής σημασίας προκειμένου να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος, και για να διασφαλιστεί ότι οι προηγούμενες επενδύσεις και εξελίξεις στον τομέα της διατροφής και της επισιτιστικής ασφάλειας θα διατηρηθούν».
Εκτός από την έκκληση προς τις κυβερνήσεις να χρηματοδοτήσουν πλήρως τον αγωγό επισιτιστικής βοήθειας προς τους πρόσφυγες, το WFP και η Υ.Α. ενθαρρύνουν επίσης τις Αφρικανικές κυβερνήσεις να παρέχουν στους πρόσφυγες αγροτεμάχια, βοσκότοπους, εργατικά δικαιώματα και πρόσβαση στις τοπικές αγορές, για την προώθηση μεγαλύτερης αυτάρκειας μεταξύ των προσφύγων. Δεδομένου του απρόβλεπτου χαρακτήρα της χρηματοδότησης, οι οργανισμοί κοιτούν επιπλέον να βελτιώσουν τις μεθόδους ιεράρχησης των αναγκών όσων επηρεάζονται από πιθανές μειώσεις στο φαγητό, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι πιο ευάλωτοι θα εντοπίζονται και θα λαμβάνουν τη βοήθεια που χρειάζονται.
Πρόσφυγες στο Τσαντ αντιμετωπίζουν τις σοβαρότερες περικοπές τροφίμων
Οι περίπου 300.000 πρόσφυγες στο Τσαντ, κυρίως από την περιοχή Νταρφούρ του Σουδάν στα ανατολικά και από την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία στα νότια, είναι ανάμεσα σε αυτούς που έχουν πληγεί περισσότερο από τις περικοπές. Οι διανομές τροφίμων εκεί έχουν περικοπεί κατά μέχρι και 60 τοις εκατό, αφήνοντας τους πρόσφυγες με τον πενιχρό αριθμό των 850 θερμίδων τη μέρα. Στα νότια του Τσαντ, κάποιοι πρόσφυγες έχουν τη δυνατότητα να καλλιεργούν τρόφιμα σε μικρά αγροτεμάχια που τους παρέχει η κυβέρνηση. Στην άγονη ανατολή, όμως, κάτι τέτοιο δεν αποτελεί επιλογή για τους περισσότερους πρόσφυγες. Ούτε είναι βιώσιμη λύση για τους νεοαφιχθέντες πρόσφυγες.
Απεγνωσμένα πεινασμένοι πρόσφυγες συνεχίζουν να εισέρχονται στο νότιο Τσαντ από τον εμφύλιο στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, μόνο και μόνο για να διαπιστώσουν ότι η πείνα δεν σταματάει στα σύνορα. Πρόσφατα, η 24χρονη Χαμπίμπα και τα τέσσερα παιδιά της έφτασαν έπειτα από μια οδυνηρή πορεία τριών μηνών μέσα από τις θαμνώδεις εκτάσεις της Κεντρικής Αφρικής. Πέρασαν μέρες χωρίς φαγητό και νερό. Μέχρι να διασχίσει τα σύνορα με το Τσαντ, η Χαμπίμπα ήταν τόσο εξασθενημένη, πεινασμένη και αφυδατωμένη που δεν μπορούσε πλέον να θηλάσει το υποσιτισμένο μωρό της.
«Τα παιδιά ήταν πάντα πεινασμένα», είπε η Χαμπίμπα μία μέρα μετά την άφιξή της. «Διασχίσαμε μέρη όπου δεν υπήρχε τίποτα να φάμε. Γέννησα την κόρη μου στην ερημιά, στη μέση του δάσους. Αλλά δεν είχα τίποτα να φάω, κι έτσι δεν έχω άλλο γάλα».
Όταν την μετέφερε η Υ.Α. από τα σύνορα στον καταυλισμό Dosseye, η Χαμπίμπα διαπίστωσε ότι στο κέντρο υγείας είχαν εξαντληθεί τα συμπληρώματα τροφής για εγκύους και θηλάζουσες μητέρες.
Για περισσότερες πληροφορίες όπως η πλήρης έκθεση, φωτογραφίες, infographic και προσωπικές ιστορίες επισκεφθείτε τη σελίδα http://www.unhcr.org/africafoodinsecurity
Μοιράσου το στο Facebook Μοιράσου το στο Twitter