Εδώ και χρόνια, τόσο ο δημόσιος διάλογος όσο και η άσκηση δημόσιας πολιτικής σχετικά με τη διαχείριση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, αγνοούν, επιδεικτικά ίσως, το περισσότερο περίπλοκο σκέλος της διαχείρισης αυτής: το τι ακριβώς συμβαίνει με όσους κριθεί τελικά ότι πληρούν τις προϋποθέσεις να μείνουν στην Ελλάδα ως δικαιούχοι […]
Εδώ και χρόνια, τόσο ο δημόσιος διάλογος όσο και η άσκηση δημόσιας πολιτικής σχετικά με τη διαχείριση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών, αγνοούν, επιδεικτικά ίσως, το περισσότερο περίπλοκο σκέλος της διαχείρισης αυτής: το τι ακριβώς συμβαίνει με όσους κριθεί τελικά ότι πληρούν τις προϋποθέσεις να μείνουν στην Ελλάδα ως δικαιούχοι διεθνούς προστασίας.
Τα δημοσιευμένα στοιχεία της Υπηρεσίας Ασύλου δείχνουν ότι την περίοδο Ιουνίου 2013-Νοεμβρίου 2019, επί συνόλου 272.939 ανθρώπων των οποίων η αίτηση ασύλου εξετάστηκε, 50.233 έλαβαν διεθνή προστασία, δηλαδή τούς αναγνωρίστηκε το δικαίωμα διαμονής καθώς διαπιστώθηκε, μετά από εξατομικευμένη κρίση, ότι στην πατρίδα τους κινδυνεύουν. Τι προβλέπεται για την επόμενη ημέρα αυτών των ανθρώπων;
Ήδη από το 2014 με σχετικό νόμο (Ν.4251/2014), η Πολιτεία θεσπίζει την κοινωνική ένταξη των δικαιούχων διεθνούς προστασίας, δηλαδή δεσμεύεται ως προς τη διευκόλυνση της προσαρμογής τους στην ελληνική κοινωνία και την αναγνώριση δυνατότητας ισότιμης συμμετοχής στην οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή της χώρας.
Η Εθνική Στρατηγική για την Κοινωνική Ένταξη (2014) και η Εθνική Στρατηγική για την Ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών (τόσο στην αρχική μορφή του 2013 όσο και στην αναθεωρημένη εκδοχή που υιοθετήθηκε τον Ιούλιο του 2018) ουσιαστικά περιγράφουν το τοπίο της ένταξης των αναγνωρισμένων προσφύγων: ένα ελάχιστο ποσοστό εξ αυτών έχει τις προϋποθέσεις ή/και την τύχη να ξεκινήσει μια καινούρια ζωή χωρίς καμία βοήθεια ή στήριξη. Ένα άλλο μικρό, αλλά όχι ελάχιστο, ποσοστό θα εξαρτάται πάντα από τη συνδρομή της Πολιτείας γιατί ο διωγμοί και οι σοβαρές βλάβες πίσω στην πατρίδα ή κατά τη διάρκεια της φυγής έχουν αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα τους στο σώμα ή την ψυχή τους. Τέλος, η μεγάλη πλειοψηφία χρειάζεται καθοδήγηση, ευκαιρίες και προσωρινή στήριξη προκειμένου να επιτύχει, σταδιακά σε βάθος χρόνου και εφόσον πράγματι το επιδιώξει, την εκμάθηση της γλώσσας, την κατανόηση της κουλτούρας, την ομαλή είσοδο στην αγορά εργασίας.
Τα εθνικά συστήματα (υγείας, παιδείας, προώθησης στην απασχόληση, κοινωνικής πρόνοιας) είναι ανοικτά – θεωρητικά τουλάχιστον, γιατί στην πράξη τα εμπόδια είναι πολλά και συχνά ανυπέρβλητα – στη συμπερίληψη και των δικαιούχων διεθνούς προστασίας με ίδιους όρους και προϋποθέσεις όπως και για τους ‘Έλληνες. Ο σκοπός τους δεν είναι η εσαεί σύνδεση με προνοιακού τύπου παροχές αλλά η κάλυψη των αναγκών που προκύπτουν από ευαλωτότητες και η στήριξη των ενδιαφερομένων στην προσπάθειά τους να «σταθούν στα πόδια τους».
Είναι ανάγκη να ξεκινήσει έντιμος δημόσιος διάλογος, μακριά από κραυγές και ουτοπικές φαντασιώσεις, με ουσιαστική παράθεση επιχειρημάτων και, κυρίως, ρεαλιστικών προτάσεων για κάποια κρίσιμα ερωτήματα, ακόμα και για εκείνα που τίθενται κακοπροαίρετα: Επαρκεί η χρηματοδότηση των εθνικών συστημάτων που προαναφέρονται, ώστε να καλύψει την πρόσβαση αυτής της πληθυσμιακής ομάδας; Αν όχι, από πού θα βρεθούν πρόσθετοι πόροι; Η υποστήριξη της ενταξιακής διαδικασίας αποτελεί πόλο έλξης για τις προσφυγικές/μεταναστευτικές ροές ή μήπως είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της ευρύτερης κοινωνικής συνοχής; Πώς η συμπερίληψη και η διαδικασία ένταξης δημιουργούν ανταποδοτικά οφέλη για τη χώρα και την κοινωνία υποδοχής και συμβάλουν στη βιώσιμη ανάπτυξή τους; Τι δυνατότητες προσφέρει το νέο ΕΣΠΑ για την περίοδο 2021-2027;
Αναγκαστικά ο διάλογος αυτός τοποθετείται μεταξύ δύο ακρότατων ορίων: Όπως επιβεβαιώθηκε στο πρώτο Παγκόσμιο Φόρουμ για τους Πρόσφυγες τον περασμένο Δεκέμβριο, καμία χώρα του κόσμου -ούτε η Ελλάδα- δεν διαθέτει απεριόριστη δυνατότητα συμπερίληψης και ένταξης. Απαιτείται η υποστήριξη των ευρωπαίων εταίρων με δίκαιο επιμερισμό της ευθύνης αυτής. Από την άλλη, η Ελλάδα έχει αυτοδεσμευτεί στο σεβασμό συγκεκριμένων νομικών δεσμεύσεων οικουμενικού και περιφερειακού χαρακτήρα, οι οποίες μάλιστα έχουν αυξημένη τυπική ισχύ, υπέρτερη της εθνικής νομοθεσίας. Οι όποιες επιλογές του έλληνα νομοθέτη και επιθυμίες της κοινωνίας μπορούν να πραγματωθούν αποκλειστικά και μόνο εντός της διεθνούς νομιμότητας.
Η επανασύσταση Υπουργείου Μεταναστευτικής Πολιτικής και Ασύλου προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την έναρξη του σχετικού διαλόγου και τη μετακίνηση της ένταξης από το ‘ράφι’ των ξεχασμένων θεμάτων στη ‘βιτρίνα΄ των προτεραιοτήτων.
Το άρθρο φιλοξενήθηκε στο Βήμα της Κυριακής στις 19.01.2020
Μοιράσου το στο Facebook Μοιράσου το στο Twitter